Δεν θέλω πια να σ’ακούω
Μη μιλάς, δεν θέλω να σ’ ακούσω. Μην πεις λέξη, δεν θέλω σου λέω. Έχω χορτάσει από αυτές τις όμορφες, γλυκιές, σαγηνευτικές που πείθουν, μαγεύουν, παρασύρουν. Όχι πια. Κλείνω τα αυτιά μου σε ό,τι προσπαθείς να αρθρώσεις.
Δεν σ’ αφήνω πλέον. Εσένα, τον άλλο, τον διπλανό σου. Σας βαρέθηκα. Με κουράσατε. Μα ειδικά εσύ! Τσαλάκωσες την ψυχή μου κι ας είχε φορέσει τα ‘καλά’ της να σε υποδεχτεί. Πάτησες την καρδιά μου κι ας άνοιξε διάπλατα τις ‘πόρτες’ της να περάσεις. Έφτιαχνα ήλιους και τους έκρυβες με σύννεφα. Άπλωνα πολύχρωμα ουράνια τόξα και τα διέλυες με καταιγίδες.
Ακόμα ακούω τις βροντές τους και θαμπώνομαι από τη λάμψη των κεραυνών τους. Φύτευα λουλούδια και τα άφηνες να μαραθούν. Την ήρεμη ‘θάλασσά’ μου πόσο εύκολα τάραζες με κύματα. Έσβηνες τα φεγγάρια μου, άφηνες τις νύχτες μου σκοτεινές, χωρίς αστέρια. Χείμαρρος ήσουνα που παρέσερνες το καθετί στο πέρασμά σου. Κι εμένανε μαζί που αφηνόμουν μια και το βουητό σου το άκουσα σαν μελωδία. Γιατί έτσι το παρουσίαζες.
«Τραγούδι είναι», έλεγες «εσύ δεν το νιώθεις». Κι εγώ φυλλαράκι που έτρεμε στο αγιάζι της παρουσίας σου, κλαράκι έτοιμο να σπάσει σε κάθε σου άγγιγμα. Ως εδώ όμως. Από δω και πέρα συνεχίζω μόνη μου. Έφτιαξα έναν μικρό Παράδεισο, δικό μου, κατάδικό μου κι απίθωσα την ψυχή μου να ηρεμήσει, να φωτιστεί ξανά, να γεμίσει με χρώματα κι αρώματα. Και δεν σου επιτρέπω να μπεις.
Μείνε έξω, δεν έχεις θέση, γιατί αυτή που σου πρόσφερα δεν την εκτίμησες, δεν τη σεβάστηκες. Μείνε στα σκοτάδια σου, θέλω το φως στις ταραχές σου, θέλω γαλήνη στους αέρηδές σου, θέλω λιακάδα. Δεν θα μου λείψεις. Έχω τον Παράδεισό μου και χαμογελάω ξανά.
Λίνα Κατσίκα