Ανεμοδαρμένοι βράχοι, άνθρωποι μονάχοι…

Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι.

Άνθρωποι χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους, χωρίς κοινωνικό περίγυρο. Ζουν σε κλειστά ψυχρά διαμερίσματα, ενίοτε ζουν στους δρόμους, κοιμούνται σε παγκάκια.

Κανείς δε ρωτά γι’ αυτούς. Το τηλέφωνο τους δε χτυπά, μπορεί να μην έχουν καν τηλέφωνο.

Στην αρρώστια δε θα τους φέρει κανείς παυσίπονα από το φαρμακείο, δε θα τους συνοδεύσει στο νοσοκομείο.

Ζουν με δικούς τους δαίμονες, συμφιλιωμένοι με τη μοναξιά τους, σε μία δική τους καθημερινότητα, από την οποία σαν φύγουν πάλι κανείς δε θα το μάθει, κανείς δε θα νοιαστεί. Παρά μονάχα θα το ακούσουμε σαν είδηση, από αυτές που προκαλούν ακαθόριστα επιφωνήματα δυσάρεστης έκπληξης “α παπα”, “τς τς τς”.

Αυτοί οι άνθρωποι ζουν μονάχοι, έχοντας αγαπήσει τη μοναξιά τους, αποστρεφόμενοι την υποχρεωτικότητα του συμβατικού καθωσπρεπισμού.

Μήπως, όμως, μονάχοι δε ζουν κι όλοι οι άλλοι, οι κοσμικοί, οι “popular”;

Εσύ, τη μοναξιά που νιώθεις μέσα στο πλήθος την αντέχεις;

Υπάρχουν άνθρωποι με 5.000 φίλους, μα δίπλα τους δεν υπάρχει ο “ένας” άνθρωπος, αυτός  που έχει σάρκα και οστά.

Γιατί η σωματικότητα, η παρουσία πονάει.

Υπάρχουν μέσα σε πολυπληθείς συντροφιές, κυκλοφορούν στο χάος της πόλης, το τηλέφωνό τους έχει είκοσι ειδοποιήσεις την ώρα, κινδυνεύει από υπερθέρμανση, μα η ψυχή τους είναι έρημη, παγώνει στο κενό της μάταιης ύπαρξής τους.

Υπάρχουν σύζυγοι που μετά από σαράντα χρόνια κοινής πορείας και ζωής δε γνωρίζονται ουσιαστικά, εκπλήσσονται όταν τυχαία ανακαλύπτει ο ένας τις αθέατες πτυχές του άλλου, δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τις κρίσεις και τα προβλήματα, δεν μπορούν να προβλέψουν τις αντιδράσεις.

Υπάρχουν γονείς που μεγάλωσαν με όλη την αγάπη και τη στοργή τα παιδιά τους, μα αγνοούν τους φόβους, τις ευαισθησίες , τα ανείπωτα όνειρά τους.

Υπάρχουν αδέρφια που ποτέ δε μοιράστηκαν κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι, ένα ποδήλατο, ένα δωμάτιο. Λίγο αργότερα παντρεύτηκαν και αγκυλώθηκαν τόσο στη νέα τους ζωή , που βρέθηκαν ακόμα πιο μακριά, μεγάλωσαν την απόσταση ανάμεσά τους.

Υπάρχουν φίλοι που τους κρύβουμε την τσαλακωμένη μας πλευρά, ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε τις αδυναμίες μας, τη φτώχεια μας, μένουμε μόνο μαζί τους όταν γελάμε , μαριονέτες στο αψεγάδιαστο της ζωής κουκλοθέατρο.

Υπάρχουν πρώην αγαπημένοι που διασταυρώνονται στο δρόμο και κάνουν αναστροφή, αποφεύγουν τα βλέμματα, δεν ανταλλάσσουν ούτε “καλημέρα”, λες και κάποιος πόλεμος να τους χώρισε σε εφ’ όρου ζωής αντίπαλα στρατόπεδα, επικηρύσσοντας την αγκαλιά τους, αποξηραίνοντας τα φιλιά.

Υπάρχουν γείτονες που δε γνωρίζουν ο ένας το όνομα του άλλου, δε θα πουν “γεια” στο ασανσέρ, θα παραλείψουν τα συγχαρητήρια στην πανηγυρική χαρά, τα συλλυπητήρια στη θλίψη, θα οχλήσουν μόνο για παράπονα, εκστομίζοντας αδικαιολόγητο θυμό και απτόητη αγένεια.

Υπάρχεις κι εσύ, ο ένας, ο κάθε ένας, δημοφιλής κατ’ ευφημισμόν, δεν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, τον εαυτό σου τον αντικρίζεις μόνο σε ρετουσαρισμένες selfies, δεν ξέρεις ή δεν αντέχεις ούτε εσύ την αλήθειά σου. Ξένος με την ταπεινότητα, ερωτευμένος με το παρελθόν, μεταφράζεις εμπειρία το φρικιό σου.

Για πρωταγωνιστής περνιέσαι στην παράσταση που στήνεις, μα στ’ αλήθεια το μόνο που είσαι είναι κομπάρσος της ζωής.

Αυτοί όλοι κι εσύ είστε πιο μονάχοι από ‘κεινους τους περιθωριακούς, κι ας κοιμάστε με παρέα, κι ας τρώτε όλοι μαζί.

Στον αγώνα της ζωής, στη μάχη της επιβίωσης, στην πρόκληση της επικράτησης οι άνθρωποι νόμισαν πως η προβολή της δύναμης είναι η απώθηση της αδυναμίας, των συναισθημάτων που κράτησαν καλά κρυμμένα, θαμμένα σε κάποια γωνιά της ψυχής.

Υπάρχουν φορές που περνάνε την πόρτα της καρδιάς, φτάνουν στο στόμα, γίνονται λέξεις άφατες, αιματώνουν τα χέρια, γίνονται κινήσεις ανολοκλήρωτες.

Κι έτσι πάλι οι άνθρωποι μένουν μόνοι μα με παρέα, ξένοι στο ίδιο σπιτικό, όμηροι σε μια φυλακή που πρώτα αιχμαλώτισαν τη δύναμή τους την αγάπη και μετά μπήκαν κι οι ίδιοι μέσα.

Ανεμοδαρμένοι βράχοι, άνθρωποι μονάχοι…!

Δεν έχει κατακλείδα ετούτη η παραδοχή. Δεν έχει παράθυρο στον ήλιο.

Απασφάλισε την καρδιά σου, ελευθέρωσε την καταπιεσμένη αγάπη που χρόνια φυλάς κλειδωμένη, κι ύστερα έλα.

Και τότε άνθρωπε, μιλάμε για happy end!!!

Ανθή Γεώργα

About Ανθή Γεώργα

Γεννήθηκα στην Αθηνα, παιδί της γενιάς του 80, όταν μεσουρανούσαν η ντίσκο, το μαλλί αφανα και τα κόκκινα αυτοκίνητα. Σ αυτή τη γιγαντουπολη μένω και το απολαμβάνω, έχοντας πάνω μου ασβηστα τα σημάδια απο τις επιρροές της επαρχίας. Δύο γονείς, δύο ιδιαίτερες πατρίδες, ατελείωτα καλοκαίρια, έχω ζήσει το ένα τρίτο της ζωής εκεί. Εργάζομαι ως δικηγόρος, διαβάζω νόμους, τους ερμηνεύω, τους χειρίζομαι, τους χρησιμοποιώ σαν εργαλείο της δουλειάς. Όπως και το λόγο άλλωστε.. Σκέφτομαι με λέξεις, εκφράζομαι με αυτές και όταν δε γράφω δικόγραφα, τις κάνω προτάσεις μήπως και μπορέσω να ερμηνεύσω τους ευμεταβλητους νόμους της ζωής.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει