Σκέψεις ενός παρ’ ολίγο τρελού

«Μη φοβάσαι καλέ. Μην άγχεσαι τόσο με τα γηρατειά.

Σου λέω εγώ και να το ξέρεις, Οι τρελοί δεν γερνάνε.

Δεν έχει ημερομηνία λήξης η τρέλα.

Πρόσεξε μόνο. Πρόσεξε πολύ.

Αν χάσει τη φρεσκάδα της, γίνεται αφάνταστα βαρετή.

Και τότε, φιλαράκο μου, χίλιες φορές γέρος, παρά μπαγιάτικος τρελός.»

 

Αλκυόνη Παπαδάκη

 

Άφησε το καπέλο του στο πάτωμα. Τον ζέσταινε όλη μέρα στο κεφάλι του. Του ‘χε γίνει απαραίτητο εργαλείο. Το κατέβαζε μπροστά, χαμηλά, έκρυβε τα μάτια του.

Πως περνάει η ριμάδα η ζωή σκέφτηκε.

Γιατί δεν είχε κάτι άλλο να σκεφτεί.

Κάτι να ονειρευτεί.

Είχε ένα τεφτέρι και έσβηνε τις μέρες που τον εγκατέλειπαν.

 

Όχι πολύ μακριά, κάνα δυο χρόνια πίσω, είχε όνειρα.

Μπορεί να είχε καταλάβει πως τον εγκατέλειπε η σάρκα του, μα είχε εκείνη την περίεργη λάμψη στα μάτια.

Το πνεύμα του δεν τον είχε εγκαταλείψει.

Του ‘δινε το δικαίωμα να φαντάζεται έναν αλλιώτικο κόσμο, τι και αν το είχε ο ίδιος προδώσει ξανά και ξανά;

 

Προχθές στην τηλεόραση έγραφε με μεγάλα γράμματα: «Εξαφάνιση ηλικιωμένου, ετών … αν γνωρίζετε κάτι ενημερώστε…»

Δηλαδή και αυτός σε λίγο θα ήταν ηλικιωμένος;

Πως ορίζεται το προσδόκιμο της ζωής μας, με ότι γράφει η ταυτότητα ή με το πνεύμα;

 

Φυσούσε πάλι μανιασμένα. Ο αέρας γρήγορα θα γινόταν βροχή. Το ‘χε μάθει καλά τόσα χρόνια. Αν κάτι έμαθε καλά μεγαλώνοντας, είναι να διαβάζει τα σημάδια του καιρού.

 

Γνώρισε πολλές γυναίκες στο διάβα του. Τόσες, που το επόμενο πρωί δεν θυμόταν το όνομα τους.

Κορδωνόταν σαν κοκόρι σε κάθε του κατόρθωμα! Αλίμονο. Δεν είχε σκεφτεί το πορτοφόλι του που ήταν γεμάτο!.

 

Είχε μια σταθερή μόνο στο μυαλό του, την μάνα του!

Άντε και αυτήν που έπαιζε κατά καιρούς τον ρόλο της Πηνελόπης. Οι υπόλοιπες ήταν αναλώσιμες.

Και αυτός σπουδαίος! Με αυτή την περίεργη λάμψη στα μάτια.

 

Τι άλλαξε ξαφνικά;

Ακόμα και όταν έβγαζε το καπέλο, δεν ήταν ο ίδιος.

Πολλές φορές συναντούσε στον δρόμο συμμαθητές του. Τότε τους λυπόταν. Τι μίζερη ζωή σκεφτόταν, βολεμένη, με την οικογένεια, το σπίτι, το αυτοκίνητο!

Βαριόταν αφόρητα στην σκέψη μιας τέτοιας ζωής!

Τώρα αναπολούσε την ζεστασιά της αγκαλιάς του γιού του. Που είχε κάπου να επιστρέψει , που το ‘χε δημιουργήσει.

Που σχεδίαζε την επόμενη ημέρα.

 

Και τώρα, είχε κάπου να γυρίσει.

Μα δεν το περίμενε η αγκαλιά του γιού του, ούτε του ‘λεγε καληνύχτα σβήνοντας το φως.

 

Λάθος επιλογές…

Πήραμε την ζωή μας λάθος, όπως λέει και το τραγούδι.

Γιατί το μπολ με το γάλα, αν δεν το κρατήσεις σωστά, θα πέσει με θόρυβο στο πάτωμα και δεν φαντάζεσαι μέχρι που μπορεί να λερώσει.

Και αυτός, το κουβαλούσε περίτρανα και χλεύαζε την ζωή και αυτούς που σέρνονταν στο πέρασμα της.

 

Όταν ήρθε η ώρα του, η ώρα εκείνη που τα χέρια του δεν μπόρεσαν να κρατήσουν το μπολ με το γάλα, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο θέαμα. Οι τοίχοι έγιναν μπλε με άσπρες ακανόνιστες κηλίδες και το μυαλό του χίλια κομμάτια.

 

Τέλος!

Που να πήγαν άραγε όλοι εκείνοι που τον αγαπούσαν;

Χτύπησε πολλές πόρτες. Καμία δεν άνοιξε. Καμιά από αυτές που ήθελε εκείνος.

Και τότε, ένιωσε την λάμψη να εγκαθίσταται στα μάτια του και τα μαλλιά του να αλλάζουν χρώμα.

Ξύπνησε το πρωί και ένας άλλος είχε τα μάτια του!

Για αυτό τον βοηθούσε το καπέλο.

Για να κρύβει και να κρύβεται.

 

Τώρα, ένας ηλικιωμένος  σχεδόν, με τα δικά του ρούχα, τα δικά του μάτια, στέκεται στην μέση εκείνου που ονομάζει «σπίτι» του και τον ανακρίνει.

Σκύβει το κεφάλι και μετράει τις ημέρες στο τεφτέρι.

Δεν χάθηκαν όλα σκέφτεται. Μπορώ ακόμα να αγκαλιάσω, να νιώσω, να βγω μια βόλτα στον ήλιο, να μην φοβάμαι.

 

«..Χίλιες φορές γέρος, παρά μπαγιάτικος τρελός»

 

Χίλιες φορές εγώ, παρά ένας άλλος.

Γιατί η ζωή αγαπάει αυτούς που την φοράνε στο κορμί τους, μα δεν κρύβουν τα μάτια τους.

Γιατί «φεύγουν» αυτοί που τους εγκαταλείπει η λάμψη τους!

 

Ο αέρας σταμάτησε.

Ούτε έφερε βροχή όπως περίμενε.

Ήλιο έφερε.

Και αυτό το καπέλο δεν του ήταν χρήσιμο πλέον.

 

Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Τα μαλλιά χρειάζονταν έναν καλό κουρέα. Και ένα άλλο πουκάμισο, δεν θα ‘ταν κακό. Ένα που να ταιριάζει στην ηλικία του.

Διάολε, η Πηνελόπη δεν του είπε ποτέ πόσο γέρος έδειχνε και αυτός δεν ήταν, δεν ένιωθε!

 

Ούτε γέρος, ούτε μπαγιάτικος τρελός!

Αυτός, όπως του αρμόζει.

Χωρίς Πηνελόπες αν δεν θέλει. Χωρίς φτηνά γυναικεία αρώματα. Χωρίς να σκέφτεται να πει, σε σκεφτόμουν, σε νοιάζομαι, ήθελα να σε ακούσω, μου έλειψες!

Αυτός όπως θα ήθελε!

Πολύ απομακρύνθηκα, που να με πάρει ο διάβολος. Πολύ!

Πέρασα στην απέναντι όχθη κι όλα νομίζω τώρα ότι γίνονται αλλού.

Κατάντησα, τελικά, αυτό που ποτέ δεν ήθελα.

Το αρνητικό του εαυτού μου.

Λέρωσε και το βλέμμα μου.

Και το χειρότερο; Ξέχασα πια το pin της αθωότητας μου.

Αλκυόνη Παπαδάκη

 

Μαρία Βουζουνεράκη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *