Το τέρας της ντουλάπας
Ήταν ήδη έξι χρόνια αφότου είχε φύγει ο πατέρας από το σπίτι. Οι αδελφές είχαν ήδη πιάσει δουλειά και είχαν κουτσό φτιάξει μια καθημερινότητα να αντέχουν. Η μάνα πέρναγε το δικό της βάσανο και έβγαινε κάθε μέρα έξω. Δεν είχε αλλάξει κλειδαριά, ήλπιζε σε μια επιστροφή που ουσιαστικά ήταν ένα μεθυσμένο πέρασμα κάθε φορά που εκείνος το έκρινε απαραίτητο. Ο τελευταίος σπόρος στα δώδεκα τότε. Η δική του καθημερινότητα;
Ένα σχεδόν πάντα άδειο σπίτι, κάτι κλάματα μέσα στις νύχτες και ένας μέθυσος να έρχεται να μπαίνει μέσα στην κρεβατοκάμαρα της μάνας και να φεύγει την άλλη μέρα μεσημέρι. Δεν θυμάται να μίλησαν και ποτέ. Ένα φάντασμα του άλλοτε πατέρα. Ξέρεις το μυαλό έχει την τάση να ξεχνάει τα άσχημα, ή τουλάχιστον να τα θάβει. Όχι τόσο βαθιά όμως. Φτάνει μια είδηση, μια άσχημη είδηση και ο εφιάλτης επιστρέφει.
Ήταν Τέταρτη βράδυ εκεί στις 21.00 όταν γύρισε από το φροντιστήριο. Μπήκε σπίτι και έψαξε για φαγητό .Λες και δεν ήξερε. Έβαλε δύο αυγά στο μπρίκι και άρχισε να βγάζει τα βιβλία από την τσάντα για να αρχίσει το διάβασμα. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και υπέθεσε πως ευτυχώς κάποιος είχε γυρίσει. Βλέπεις, όσο και να σε αναγκάζει η ζωή να ωριμάσεις πριν την ώρα σου, θα φοβάσαι για το τέρας μέσα στη ντουλάπα. Όμως το τέρας είχε μορφή. Βρώμαγε αλκοόλ και κάτι στη μάτια του δεν άρεσε στον σπόρο. Τον ρώτησε τι κάνει και αν θα ήρθε να “μαλώσει” τη μαμά όπως τις έλεγαν οι αδελφές της πως κάνει όταν κλείνονται στο δωμάτιο. Της είπε όχι και πως μιας και είμαστε μόνοι να κάτσει στα πόδια του και να δει πόσο είχε μεγαλώσει. Πώς την αγαπάει πολύ της είπε και ήθελε να δει αν τα στηθάκια της μεγαλώνουν. Κάθισε, αλλά κάθισε δίπλα του κι όταν της είπε πάμε στο κρεβατάκι σου να κάνουμε αγκαλιά και την άρπαξε βίαια, εκεί κάτι έσπασε. Σαν να ενηλικιώθηκε ξαφνικά και ένιωσε αναγούλα. Δε φοβήθηκε, αλλά ούτε και ήξερε αν αυτό ήταν καλό; Ήταν κακό; Ήξερε μόνο πως ανακατεύονταν.
Δεν υπολόγισε και ξέρασε έτσι απλά. Εκεί δίπλα του. Ξέρασε όλα. Έβγαλε από μέσα της εμετό. Εμετό για όλα εκείνα που τώρα πια μπορεί να τα πει. Εμετό για την αρρώστια που βίωσε. Εμετό λυτρωτικό γιατί αυτό την έσωσε εκείνο το βράδυ, αφού ένα ας το διάολο και μια πόρτα να κλείνει ήταν η σωτηρία της. Δεν μίλησε ποτέ. Ποτέ εκεί που έπρεπε. Δεν χρειαζόταν. Είχαν αρκετά προβλήματα η μάνα και οι αδελφές. Θα το έκρυβε μέσα της. Ίσως και εκείνος την άλλη μέρα να θυμήθηκε γιατί δεν ξαναπάτησε στο σπίτι αυτό.
Κανένας δεν άλλαξε κλειδαριά όμως. Και ο σπόρος ήταν μικρός για να τους πει να το κάνουν. Πρόσεχε πολύ. Πάρα πολύ και ευχόταν να περάσει ο καιρός και να μπορεί να επεμβαίνει στα του σπιτιού. Όπως και έγινε. Μόλις μπήκε στα δεκαοχτώ έπιασε την πρώτη της δουλειά και το πρώτο που έκανε ήταν να δώσει τα καινούργια κλειδιά. Χωρίς να πει γιατί. Και δεν έπρεπε κιόλας. Και ήρθε η μέρα τότε μετά από χρόνια που το φάντασμα ήρθε ξανά. Μέσα από σκονισμένες αναμνήσεις, πάνω που είχαμε αρχίσει να ξεχνάμε και τη μορφή του.
Ήταν 06.00 το πρωί και ετοιμαζόταν ο σπόρος για δουλειά. άκουσε τον ήχο. Άκουσε μια βρισιά και πήγε αποφασισμένη και άνοιξε. Η ίδια εικόνα, η ίδια μπόχα, το ίδιο βλέμμα. Α,ρε χρόνε αλήτη περνάς μα δεν αφήνεις να ξεχαστούν τα αισχή. Δεν χρειάστηκαν λόγια πολλά. Μόνο ένα υψωμένο ανάστημα, ανάστημα ψυχής και δύναμης και μια κουβέντα. “Φύγε, την επόμενη σε περιμένει η στενή “. Δεν ξέρω το ύφος εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω το βλέμμα τι φωτιά πέταξε, δεν ξέρω καν που είχε κρυφτεί εκείνο το παιδί που είχα μέσα μου. Αυτό που θυμάμαι είναι πώς το τέρας της δικής μου “ντουλάπας” δεν το ξανά είδα ποτέ μπροστά μου. Μέχρι πριν 3 χρόνια που το έψαξα το βρήκα και πήγα να του πω ευχαριστώ που έφυγε και ένας Ο Θεός να σε συγχωρέσει. Αυτό μόνο.
Ιωάννα Νικολαντωνάκη