Απολογισμός ενός μετανάστη

Σήμερα γράφω,
για μια ανάμνηση που πέταξε, επιτέλους μακριά.
Σαν ένα αποδημητικό πουλί που αποφάσισε μια μέρα πως κάποιος από τους προορισμούς του, δεν έχει πλέον, κλίμα κατάλληλο να ζήσει

Σήμερα γράφω,
γι’ εκείνα τα μικρά που φάνταζαν τεράστια στη μειωμένη όραση μου.

Γι’ αυτές τις αναμνήσεις 
που, κάποτε, τις φιλοξένησα,
μέσα σε τρύπιες, φτιαγμένες από χαρτί, βαλίτσες που μου πρόσφεραν να τις γεμίσω.

Σήμερα άνοιξα εκείνες τις βαλίτσες.
Και βρήκα μόνο τρύπες.
Μικρές και μεγάλες τρύπες που το μόνο που αντίκρισα, κοιτώντας πίσω από αυτές, ήτανε…
Τίποτα…

Τίποτα δεν αντικρυσα.
Κι ας νόμιζα πως κάποτε αντίκριζα θάλασσες και ταξίδια και τοπία ονειρικά, με άμαξες που με περίμεναν για να με μεταφέρουν στους βασιλικούς τους κήπους.

Τι λεω;

Ποτέ δεν υπήρξαν κήποι βασιλικοί σ’ εκείνες τις βαλίτσες.
Μόνο παλιά βιβλία, πόλυδιαβασμένα και κακογραμμένα,
με εξώφυλλα δελεαστικά και με μια μυρωδιά τόσο οικεία, 
που σε τραβούσε να τα μυρίσεις.

Κι όλο τα μυριζες…
Και τα μύριζες…
Σα να μην ήθελες πότε να τα ξεκολλήσεις από τη μύτη σου.
Σα να ‘θέλεις να ζεις, έχοντας συνεχώς τη μυρωδιά τους στα ρουθούνια σου.

Βιβλία που αφηγούνταν παραμύθια με βασιλιάδες ξακουστούς, που σε κολούσαν στα παλάτια τους να πιεις νερό απ’ τις χτισμένες με χρυσαφένιες πέτρες, βρύσες τους.

Σε μάγευαν με τη μουσική των λυρικών τους.

Σε ξεγελούσανε με τα μεγάλα λόγια τους

Και σε μεθουσανε με το γλυκό κρασί τους.

Κι εσύ γελουσες.

Γελούσες δυνατά, για ώρες, για μέρες…
και δεν κοιτούσες.
Δεν έβλεπες τις τρύπες.
Δεν πρόσεχες τις βαλίτσες σου που άδειαζαν 
Κι εσύ τις γέμιζες
Και εκείνες άδειαζαν
Και πάλι τις γέμιζες
Και πάλι άδειαζαν.

Ώσπου τις έκλεινες.
Γιατί σε ζάλιζαν.
Και τότε, ξεχνούσες.

Ξεχνουσες ποιος εισαι.
Ξεχνουσες τι εισαι.
Ξεχνουσες τι έκανες σε εκείνο το παλάτι.
Ξεχνουσες γιατι βρίσκοσουνα εκει.

Τίποτα!
Απολυτως, τίποτα δεν έκανες σ’ εκείνο το παλάτι.
Για τίποτα δε βρίσκοσουνα εκει.
Για την ακρίβεια, βρισκοσουνα.
Μονάχα για να υπάρχεις
γι’ εκείνους τους βασιλιάδες που διασκέδαζαν με το χορό σου
σα μεθουσες
Αφού μαζευονταν, πλήθος ανθρώπων,να διασκεδάσουν και να δοξασουνε τον ξακουστο τους βασιλιά που τους προσέφερε κι απόψε λιγο θεαμα.
Ύστερα να ψευτοπροσκυνησουν και να φύγουν.

Κι εσύ;

Εσύ να συνεχίζεις να χορεύεις
Και να χορεύεις,
δίχως να ξέρεις γιατί, ακόμα, χορεύεις.
Δίχως να ξέρεις γιατι ξεκίνησες αυτόν τον χορό.
Παρόλα αυτά, να συνεχίζεις να χορεύεις
Μα ο χορός σου να ειναι τωρα πιο αργος.
Τόσο αργός, που θα νοιώθε κάνεις πως κάποιον περιμένεις να εμφανιστεί από το πουθενά.
Να σταματήσει, επιτέλους αυτή τη μουσική.

Κι εσύ να φύγεις.
Να φύγεις μακριά απο εκείνο το βασίλειο.
Να φύγεις
Αποψε, κιόλας, που ειναι σκοτάδι, για να χαθούν τα ίχνη σου.
Να μη θυμάσαι, το επόμενο πρωί, το δρόμο να γυρίσεις πίσω.
Να μη γυρίσεις
Ακόμα κι αν κάποτε, λάβεις μια πρόσκληση από το βασιλιά, που θα ζητάει πρίγκιπα για τη μονάκριβη πριγκίπισσα του.
Ακομα κι αν σου λείπει η γλυκιά και οικεία μουσική των λυρικων.
Ακόμα κι αν σου λείπει το τραγούδι τους.

Σήμερα άνοιξα εκείνες τις βαλίτσες με τα παλιά βιβλία
Και η μυρωδιά τους κόλλησε στα ρουθούνια μου!

Σήμερα, ήθελα να την ξεκολλήσω.
Να μην ανοίξω τα βιβλία τους
Να μη διαβάσω τα παραμύθια τους
Να τα ξεχάσω.

Σήμερα θυμήθηκα!
Θυμήθηκα τι είμαι.
Θυμήθηκα γιατί έφυγα από εκείνο το βασίλειο.

Ελίνα Δερμιτζόγλου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *