Ταξίδι στο κέντρο της πόλης
Βόλτα στο κέντρο. Πάλι. Για πολλοστή φορά. Εκεί που αδειάζει το μυαλό μου. Εκεί που μπορώ να περιπλανιέμαι με τις ώρες με μοναδική παρέα αυτή του εαυτού μου. Παίρνω Μετρό. Κατεβαίνω Σύνταγμα. Είναι Πέμπτη μεσημεράκι και έχει κίνηση. Καλό αυτό. Η πόλη ζει ακόμα. Υπάρχει. Δεν είναι κρανίου τόπος. Χαμόγελο ικανοποίησης στη σκέψη ότι δεν κατάφεραν, ακόμα, να μας ξεκάνουν.
Κάνει ζέστη έξω. Μέσα κάνει αισιοδοξία. Βόλτα και χάζι. Καφέ !!! Ένα κρύο καφεδάκι !!! Λατρεύω αυτά τα χουχουλιάρικα καφέ στο κέντρο. Κανείς δεν ξέρει κανέναν. Κανείς δεν ασχολείται με κανέναν. Πρώτη γουλιά: Το μυαλό αρχίζει να ξεφορτώνει σκέψεις. Δεύτερη γουλιά: Βλέμμα στο κενό. Τρίτη γουλιά: Αναμνήσεις. Από πότε; Από πάντα. Από όλα τα χρόνια. Από τότε που ένα μεγαλύτερο χέρι, τόσο ζεστό, κρατούσε το μικρό δικό μου. Και από τότε που ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφιζόταν στο παιδικό πρόσωπο μετά από μια μερίδα λουκουμάδες με μέλι στον “Κρίνο” (μα πως ήξερε πάντα τι μου αρέσει; α ρε μαμά…). Και από αργότερα. Από τότε που η βόλτα στο Κέντρο δεν γινόταν για να αδειάσει το μυαλό. Αυτά που είχε μέσα τα χρειαζόταν. Όνειρα… Τι άλλο από όνειρα στα 18; Και από μια παραμονή Πρωτοχρονιάς. Σχόλασμα από τη δουλειά στις εννιά. Σφαίρα στο πρώτο μαγαζί που βρέθηκε. “Τι φοράνε στην αλλαγή του χρόνου; Κόκκινο φόρεμα !” Τι όμορφο που ήταν… Τι άγχος ! “Θα προλάβω μέχρι τις δώδεκα; Πρόλαβα; Πρόλαβα. Κάπου έχασα το γοβάκι μου, η άμαξα έγινε κολοκύθα, το κόκκινο φόρεμα ήταν φορές που κουρελιάστηκε αλλά πρόλαβα ! Σταχτοπούτα δίχως παραμύθι. Μόνο με μια πραγματικότητα απλή, μικρή, συνηθισμένη. Όπως αυτή που ζουν όλες οι απλές, μικρές, συνηθισμένες Σταχτοπούτες.
Η ώρα πέρασε. Σουρουπώνει. Η πόλη αναποφάσιστη αν θέλει να φωτίσει ή να αποκοιμηθεί. Τελικά αποφασίζει. Δεν της πάει η ησυχία. Ανάβει τα φώτα της. Μπαίνω Αγίου Μάρκου. Τα μέρη γνωστά. Ασφάλεια. Βγαίνω Ευρυπίδου και στρίβω Αιόλου. Από γωνιακό μαγαζάκι ακούγεται το ” Oh my love ” από το ” Ghost “. Μα τι ταινία ! Αχ αυτό το ρομάτζο θα με φάει… Κοντοστέκομαι. Παγκάκι. ” Και δεν κάθομαι; ” Κάθομαι. Το ακούω όλο. Ένα ζευγαράκι μέσα στο μαγαζί γεννάει τον έρωτά του. Πως τα αγαπώ τα νέα ζευγαράκια ! Δεν έχουν ” αποσκεύες “. Τίποτα. Μονάχα ένα συννεφάκι σέρνουν παντού μαζί τους, γεμάτο φρεσκάδα. Η κοπέλα μοιάζει σε εκείνη την Σταχτοπούτα με το κόκκινο φόρεμα πριν ακόμα κουρελιαστεί. Πριν ακόμα χάσει το γοβάκι της. Εκείνος την κρατάει στοργικά από τη μέση. “Συνέχισε να το κάνεις , καλέ μου, ακόμα και αν μετά τις δώδεκα η άμαξα γίνει κολοκύθα…” σκέφτομαι. ” Άντε, βρε αγάπη μου, σήκω να φύγεις πια! ” είπε η άλλη μου πτυχή. Εκείνη που με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Που έρχεται ακάλεστη και με ταρακουνάει. Τι ενοχλητική ! Σηκώνομαι. Ξεμακραίνω.
Στο βάθος, τώρα, ακούγεται η Τζένη σα να θέλει να με γυρίσει πίσω. “Λόγο στο λόγο και ξεχαστήκαμε “. Έτσι ακριβώς εαυτέ μου. Λόγο στο λόγο και ξεχαστήκαμε. Σήμερα ταξίδεψα. Πόσο μου αρέσουν τα ταξίδια ! Αλλά μου αρέσει και να επιστρέφω. Βγαίνω Ερμού και από΄κει Αθηνάς. Περνάει το 035. Το χάνω. “Ε, και; Θα περάσει το επόμενο. Πάντα θα περνάει το επόμενο. Ό,τι και να γίνει, πάντα μα πάντα θα περνάει το επόμενο… Να το θυμάσαι αυτό.” είπε η άλλη μου πτυχή και με κοίταξε βαριεστημένα. Κοιτάω ψηλά και είχε αστέρια.
Ο Αθηναϊκός ουρανός είχε γεμίσει με τα πο όμορφα αστέρια…
Εύα Κοτσίκου