Κοιτάζοντας το χάρτη, εκεί κάπου στο βόρειο και ανατολικό Αιγαίο, δεσπόζει ένα νησί.
Ένα νησί μ’ ένα σχήμα περίεργο, που μοιάζει να χωρίζεται στα δύο, ίσως και στα τέσσερα.
Πολλοί δεν ξέρουν καν πού βρίσκεται, άλλοι πάλι στο άκουσμα του ονόματός του σκέφτονται εξορίες, άγονες γραμμές, δυσμενείς μεταθέσεις.
Το πόσο λάθος έχουν το αποδεικνύουν οι εικόνες, μα πολύ περισσότεροι οι στιγμές.
Αυτές τις στιγμές δε θα τις άλλαζα ούτε με όλα τα πλούτη του κόσμου.
Είναι το νησί που δε θυμάμαι πότε και πώς γνωρίστηκα μαζί του, γιατί εκεί βρέθηκα, εκεί πλάστηκα από νήπιο, εκεί μου δώσανε το όνομά μου.
Είναι η Λήμνος.
Τούτα τα γραφούμενα δεν είναι προορισμένα για τουριστικό οδηγό.
Δε θα σου μιλήσω για τις αμμώδεις ακρογιαλιές, ούτε για την αρχαία και τη σύγχρονη ιστορία του τόπου.
Δε θα σου προτείνω ταβέρνες για να φας το πιο νόστιμο ψάρι, ούτε μέρη για να απολαύσεις το δροσιστικό σου κοκτέιλ κοιτάζοντας το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα με θέα το Άθως.
Δε θα σου υπενθυμίσω προτού φύγεις να πάρεις Μοσχάτο Αλεξανδρείας, μελίχλωρο και βενιζελικά, ούτε καν να επισκεφθείς τους υδροβιότοπους για να δεις φλαμίνγκος live.
Θα σου μιλήσω με ήχους.
Με τους ήχους που παράγουν οι μηχανές των ψαροκάικων , καθώς πλησιάζουν την προκαθορισμένη τους ώρα στις αποβάθρες για ν’ αρχίσουν το «ξεψάρισμα».
Τους ήχους της καμπάνας τα απογεύματα του Αυγούστου, που καλούν για τις παρακλήσεις στην Παναγία τους «εκ περάτων Αποστόλους» όπως «συναθροισθούν ενθάδε».
Τους ήχους που φέρνει το μελτέμι του Αυγούστου, από τα παραλιακά μπαράκια, τις φωνές των κοριτσιών και των αγοριών που ανακατεμένες με τις μουσικές μαρτυρούν την ένταση της απελευθερωμένης ενέργειας της ήβης τους.
Θα σου μιλήσω με γεύσεις.
Κι είναι η αγνότητα της προέλευσης, η προσωπική φροντίδα στη σπορά και την καλλιέργεια, η ευχαρίστηση στην επιτυχία της ψαριάς που κάνουν και τα πιο απλά εδέσματα πεντανόστιμα.
ω τα κενά.
Γι’ αυτές τις μυρωδιές, γι’ αυτούς τους ήχους, γι’ αυτά τα βλέμματα, νησί μου, θα γυρνώ πάντα στην αγκαλιά σου…
Γεννήθηκα στην Αθηνα, παιδί της γενιάς του 80, όταν μεσουρανούσαν η ντίσκο, το μαλλί αφανα και τα κόκκινα αυτοκίνητα. Σ αυτή τη γιγαντουπολη μένω και το απολαμβάνω, έχοντας πάνω μου ασβηστα τα σημάδια απο τις επιρροές της επαρχίας. Δύο γονείς, δύο ιδιαίτερες πατρίδες, ατελείωτα καλοκαίρια, έχω ζήσει το ένα τρίτο της ζωής εκεί. Εργάζομαι ως δικηγόρος, διαβάζω νόμους, τους ερμηνεύω, τους χειρίζομαι, τους χρησιμοποιώ σαν εργαλείο της δουλειάς. Όπως και το λόγο άλλωστε.. Σκέφτομαι με λέξεις, εκφράζομαι με αυτές και όταν δε γράφω δικόγραφα, τις κάνω προτάσεις μήπως και μπορέσω να ερμηνεύσω τους ευμεταβλητους νόμους της ζωής.
Μια σκέψη για “Λήμνος: Ανεμόεσσα της καρδιάς μου, σου’ ρχομαι!””