17 Ιουλίου 2018
Share

Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει ο θάνατος είναι πως είναι επείγον να αγαπήσουμε

 

Δε θυμάμαι πού διάβασα αυτή τη φράση1, αλλά κάθε φορά- που δυστυχώς είναι συχνές οι φορές- ακούω κάτι το αδόκητο τη θυμάμαι. Κι όλο λέω πως πρέπει όλοι να την κάνουμε πράξη. Και μόλις περάσει ο εύλογος χρόνος του εκάστοτε πένθιμου «ενιαυτού» την προσπερνάμε και γυρνάμε στα καθ’ ημάς.

Σε μία καθημερινότητα σε πανικό. Σε μία ζωή σε κρίση∙ με βιαστικές καλησπέρες, κατεβασμένα μούτρα, αυτοματοποιημένες κινήσεις, αγάπες μέσα από κεραίες, σχέσεις με «ανάλωση κατά προτίμηση», άγχος παθολογικό, λαχανιασμένη ανηφόρα με τελικό προορισμό την κατάκτηση της επιτυχίας, της ύλης, που πιο φθαρτό δεν έχει. Μιας ύλης που μάταια προορίζεται να καλύψει τρύπες οικονομικές, αλλά και κενά συναισθηματικά.

Αθήνα, ημέρα Τρίτη του σωτήριου- λέμε τώρα- ημερολογιακού έτους 2018. Μαρίνης της Μεγαλομάρτυρος! Τέτοια μέρα παιδί είχα κλείσει ήδη ένα μήνα διακοπών και συμμετείχα στης εκδηλώσεις εορτασμού και μνήμης της προστάτιδας του χωριού. Από τότε πέρασαν χρόνια πολλά, κι όπως είναι φυσικό οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες κατέλαβαν χώρο και χρόνο παραμερίζοντας την ανεμελιά και την ξενοιασιά εκείνων των εποχών. Κι έγινε καθημερινότητα αντί για το παιχνίδι και τις πλάκες και τα γέλια ο καθημερινός μαραθώνιος επιβίωσης, η «κανονικότητα» μιας εθιστικής ρουτίνας.

Ώσπου ξαφνικά χτυπάει ένα τηλέφωνο.

Ή έρχεται ένα μήνυμα.

Ή ανοίγεις την τηλεόραση

Ή μπαίνεις στο facebook

Ή απλώς στο διαδίκτυο για να διαβάσεις ειδησεογραφία.

Και ακούς πως ένας δεκαπεντάχρονος κρεμάστηκε σπίτι του, στο διπλανό δωμάτιο ήταν οι γονείς του.

Κι ένας 34χρονος γόνος εφοπλιστικής οικογένειας που όλοι μαγαρίζαν και ζήλευαν βρέθηκε νεκρός από ανακοπή καρδιάς.

Κι ένας πατέρας κατά λάθος σκότωσε το γιο του σε ένα ατύχημα πάνω σε ένα σκάφος που από αναψυχής έγινε ισόβιας καταδίκης.

Κι η φίλη μας που τόσο προσπαθούσε και πάλευε και χαμογελούσε πολεμώντας την επάρατη τελικά δεν άντεξε.

Ούτε ο μπαμπάς του φίλου μας.

Και μένουν γιοι και κόρες ορφανές και μανάδες να ζήσουν τη χειρότερη στιγμή που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος, να αποχαιρετήσει το νεκρό παιδί του.

Και τελικά διαπιστώνεις πως αυτό που ο Καλλιβωκάς χαριτολογώντας έλεγε στην κωμωδία «η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» , δηλαδή «πως ένα τίποτα είμαστε» είναι μια αλήθεια, ξερή, στεγνή, κυνική.

Και συ κυνηγάς προθεσμίες και καταληκτικές ημερομηνίες πληρωμής και στόχους αριθμητικούς ∙να καταθέσεις το δικόγραφο, να πληρώσεις τη δόση, το νοίκι, να πιάσεις τους στόχους σου σε τζίρο, να πάρεις χιλιάδες ψήφους, να βγεις πρώτος στ’ αγωνίσματα, να κερδίσεις το στοίχημα, να χάσεις τόσα κιλά, να σηκώσεις άλλα τόσα.

Λιγοστεύουμε το καταλαβαίνεις; Και σε αριθμό και σε ποιότητα.

Θα μείνεις μόνος σου, το καταλαβαίνεις; Χωρίς να έχεις συγκάτοικο στο σπίτι που παλεύεις να ξεχρεώσεις, χωρίς να έχεις κάποιον να μοιραστείς τη χαρά της επιτυχίας.

Λιγοστεύουμε, το καταλαβαίνεις; Κι εσύ ακόμη δεν άνοιξες το στόμα σου να πεις «συγγνώμη» και «σ’ αγαπώ», να εκδηλώσεις τ’ ανείπωτα συναισθήματά σου, αυτά που λογαριάζεις για αδυναμία και ανασφάλεια , ενώ είναι η μόνη δύναμη που έχεις.

Λιγοστεύουμε το καταλαβαίνεις; Κι είμαστε μαλωμένοι με τη χαρά, με το γέλιο αλλά και μεταξύ μας.

Λιγοστέουμε όσο φεύγουν οι αγαπημένοι μας, όσο γερνάμε, όσο δε δίνουμε ζωή με τη ζωή μας.

Αντί επιλόγου τα λόγια του Αρχαίου φιλοσόφου Επικούρου:

«Μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές και μάλλον δεν θα υπάρξουμε ξανά ποτέ. Κι εσύ που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις τη χαρά. Και η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές και ο καθένας πεθαίνει απασχολημένος».

1 Αποδίδεται στο Γάλλο δραματουργό και συγγραφέα Ερίκ- Εμανουέλ Σμιτ

Ανθή Γεώργα

About Ανθή Γεώργα

Γεννήθηκα στην Αθηνα, παιδί της γενιάς του 80, όταν μεσουρανούσαν η ντίσκο, το μαλλί αφανα και τα κόκκινα αυτοκίνητα. Σ αυτή τη γιγαντουπολη μένω και το απολαμβάνω, έχοντας πάνω μου ασβηστα τα σημάδια απο τις επιρροές της επαρχίας. Δύο γονείς, δύο ιδιαίτερες πατρίδες, ατελείωτα καλοκαίρια, έχω ζήσει το ένα τρίτο της ζωής εκεί. Εργάζομαι ως δικηγόρος, διαβάζω νόμους, τους ερμηνεύω, τους χειρίζομαι, τους χρησιμοποιώ σαν εργαλείο της δουλειάς. Όπως και το λόγο άλλωστε.. Σκέφτομαι με λέξεις, εκφράζομαι με αυτές και όταν δε γράφω δικόγραφα, τις κάνω προτάσεις μήπως και μπορέσω να ερμηνεύσω τους ευμεταβλητους νόμους της ζωής.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει