Να μην σε έχω

Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυό πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα.

Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου.

Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου.”

Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια.

Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή-ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου-είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα.

Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα.”

Γιώργος Σεφέρης-Αποσπάσματα από την αλληλογραφία στην αγαπημένη του Μάρω.

Πόσες ελπίδες δεν ντύθηκαν την απογοήτευση πέφτοντας το σκοτάδι, μα και πόσα σκοτάδια έγιναν ελπίδα με το φως της μέρας.

Να μην σε έχω…

Μια μικρή μάχη κάθε μέρα, μια μετατόπιση ελπίδας σε αυτό το θαύμα που περιμένεις να γίνει, προσμένεις σχεδιάζεις, ονειρεύεσαι.

Εμπόδια, πάντα στον δρόμο μου.

Ανυπέρβλητα όχι, σοβαρά ναι . Μια αναλαμπή του μυαλού, σαν αυτή εκείνων που λούζονται την απόλυτη τρέλα, μια αναλαμπή μπορεί να με σώσει.

Δεν έχω να κινδυνεύσω την ζωή μου, γιατί αυτή την έχω κόψει σε άπειρα μικρά κομματάκια και σκορπίζω ένα κάθε ξημέρωμα. Κάθε που ξυπνάω και η μορφή σου έρχεται μπροστά μου.

Να μην σε έχω…

Έγινε συνήθεια πια.

Κάθε βράδυ τελειώνει το ίδιο και η ίδια ελπίδα γεννιέται κάθε πρωί.

Να ‘ρθω και εσύ να περιμένεις με μια τεράστια ανοιχτή αγκαλιά, να μην χρειαστούν οι λέξεις, να μην δοθούν εξηγήσεις, απλά να απλώσεις τα χέρια.

Να γνωριστούμε την ώρα εκείνη. Τα κορμιά μας να μην έχουν πονέσει, να μην έχουν ζητήσει, να μην έχουν στερέψει.

Η ψυχή μου να ‘χει πάρει το σφουγγάρι και να σβήσει από τον μαυροπίνακα της όλα όσα πόνεσαν.

Τι ζητώ δηλαδή; Μα ένα θαύμα!

Συνήθισα να περιμένω το θαύμα. Σ’ ακούω να μιλάς, ρωτώ, σταματώ την σκέψη και περιμένω.. .περιμένω.. .κάτι να αρπάξω από αυτά που λες, κάτι που να νομίζω πως δεν είναι όπως το ακούω, κάτι που να μοιάζει με αίνιγμα, κάτι να συνεχίσω!

Περιμένω, μα δεν ξέρω τι!

Εσύ γελάς αμήχανα, σταματάς σε κάθε ερώτηση μου, λες κάτι αδιάφορο και εγώ βουλιάζω στην απόγνωση.

Εκείνη η μικρή φωνούλα από τα έγκατα του μυαλού μου, ψιθυρίζει « πάλι λάθος έκανες…»

Και η ζωή περνά και εγώ την ζω όπως προστάζει η λογική. Επαναλαμβάνοντας ακριβώς τα ίδια κάθε μέρα. Αρκούμαι σε ένα «τι κάνεις», «τι άλλα νέα;»

Αρκούμαι να μην φωνάξω, να μην μιλήσω, αρκούμαι στο «είμαι καλά» και ας ξέρω πως δεν έχω πει μεγαλύτερο ψέμα.

Συνήθισα να αρκούμαι…

Στην βολεμένη μου ζωή, στη καθημερινότητα μου, στους φίλους μου, στα ξενύχτια, στις επιτυχίες, στις συγκινήσεις, στις χαρές, σε αυτά που ζω χωρίς εσένα!

Να μην σε έχω…

Έμαθα να ζω χωρίς εσένα τελικά.

Εγώ που νόμιζα πως δεν θα τα καταφέρω.

Έμαθα να μετρώ την απουσία σου στα σεντόνια μου που περίμεναν και εκείνα να γεμίσουν απ’ την μυρωδιά σου.

Έμαθα να βλέπω τον ήλιο κάθε πρωί και τις εποχές να αλλάζουν.

Δεν θέλω να σκέφτομαι πως όλα έχουν ένα τέλος.

Δεν θέλω να σκέφτομαι πως θα πάψεις να υπάρχεις, θέλω να είσαι κάπου, οπουδήποτε, να γελάς, να κλαις, να ονειρεύεσαι, να σχεδιάζεις, να προσμένεις, να ζεις.

Θέλω ακόμα και αυτό που με πονάει: να δίνεσαι, να αγαπάς.

Δεν θέλω να σκεφτώ καν πως θα πάψεις να υπάρχεις!

Αρκεί τα βράδια νοερά, να βγαίνω στο μπαλκόνι μου και να μου δείχνεις τ’ αστέρια!

Να βλέπουμε τον ίδιο ουρανό.

Να μην σε έχω… 

Μαρία Βουζουνεράκη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *