Εάλω η πόλις! Η τέφρα μιας ματωμένης αναγέννησης

Θα’ θελα να γράψω κάτι όμορφο. Θα’ θελα να μιλήσω άλλη μια φορά για την αγάπη.
24 Ιουλίου, στην καρδιά του μήνα πορθητή και στο κατώφλι του Αυγούστου, του μήνα της Παναγιάς, θα’ θελα να σου μιλώ για χρώματα κι αρώματα, για θάλασσες, για φεγγάρια κι ακρογιαλιές, για έρωτες καλοκαιρινούς .
Θα’ θελα, αλλά δεν μπορώ.
Γιατί δεν είμαι δεκαπέντε χρονών.
Θα’ θελα, αλλά δεν μπορώ.
Γιατί πενθώ. Γιατί πονάει η καρδιά μου. Γιατί μαζί με τη χώρα μου καίγεται η ψυχή μου.
Άλλη μία τραγωδία. Άλλο ένα καταστροφικό απόγευμα.
Είκοσι τέσσερις- κάνε Θεέ μου να μην είναι περισσότεροι- νεκροί από τις καταστροφικές πυρκαγιές.
Η χώρα πενθεί, η φύση πενθεί.
Η εικόνα μιας φλεγόμενης πόλης ίση με χίλιες λέξεις.
Κοιτάζω αυτή τη φρίκη και τον κόσμο να στοιβάζεται σε βάρκες και θαρρώ πως παραλογίζομαι. Σα να βλέπω ξανά τη Σμύρνη να καίγεται και τους διωγμένους Έλληνες να τρέχουν να σωθούν δια θαλάσσης.
«Συνωστισμός» κάποιοι χρόνια πολλά αργότερα, είπαν για να υποβαθμίσουν την καταστροφή.
Σήμερα, πώς θα μεταφράσουν την τραγωδία για να αμβλύνουν τη συμφορά;
Θα’ θελα να μπορούσα να βρω έστω και μία ελπιδοφόρα λέξη να σου πω, αλλά δεν μπορώ.
Δεν μπορώ, γιατί η ελπίδα κάηκε στην πυρά του μεσαίωνα που επιστρέψαμε.
Δεν μπορώ γιατί η ελπίδα που στριμώξαμε μέσα μας σα να’ ταν φως τιμωρημένο, και της φορτώσαμε την ευθύνη να μας βγάλει ως εκ θαύματος από το αδιέξοδο, έγινε λεπίδα και μας μαχαίρωσε.
Δεν μπορώ γιατί θλίβομαι βαθύτατα. Και ντρέπομαι.
Ντρέπομαι γιατί το πάθημα δε γίνεται ποτέ μάθημα.
Ντρέπομαι γιατί δε σταθήκαμε άξιοι να προστατεύσουμε τα παιδιά μας και το δώρο της ζωής.
Ντρέπομαι γιατί καταστρέψαμε τη φύση, που απλόχερα μας χαρίστηκε.
Ντρέπομαι γιατί γύρω μόνο ασχήμια πια έχει μείνει. Και στις εικόνες, αλλά και στις ψυχές.
Ντρέπομαι, και καθόλου περήφανη δεν είμαι.
Γιατί ώρες ώρες νιώθω ότι γίναμε κωλοφάρα.
Τη ώρα που τα σωθικά της πατρίδας καίγονται , κάποιοι να σπεύδουν να αποποιούνται ευθυνών, κάποιοι άλλοι να κάνουν μικροπολιτική, κάποιοι να ανασύρουν από το χρονοντούλαπο παλιότερες ανάλογες τραγωδίες, λες και το μέτρο σύγκρισης είναι το λιγότερο κακό.
Ντρέπομαι που διαβάζω κατάρες, ψόφους και αναπαραγόμενο – κόπι πάστε- τσαμπουκά από τους τσάμπα μάγκες του καναπέ και του διαδικτύου.
Αυτούς που έχουν νομιμοποιήσει αυθαίρετο και είναι κύριοι ιδιωτικής δασικής έκτασης.
Ντρέπομαι γιατί δε μάθαμε στα παιδιά μας ν’ αγαπούν τη φύση, και τους διδάσκουμε ένα κάρο άχρηστες πληροφορίες, αλλά από πολιτική προστασία πέρα βρέχει.
Ντρέπομαι γιατί ούτε το πένθος μας διδάσκει, ούτε η τραγωδία, ούτε όσα έχουμε περάσει τα τελευταία χρόνια, και σε κάθε συμφορά δε βλέπουμε την ευκαιρία για αναγέννηση, αλλά ρίχνουμε λάδι στη μεσαιωνική πυρά του διχασμού και του αλληλοσπαραγμού.
Ντρέπομαι για τη διπλωματούχο αγραμματοσύνη μας.
Ντρέπομαι. Και πενθώ. Και φοβάμαι. Και οργίζομαι.
Και άλλο τίποτα δεν έχω να πω.
Και λέω πως πρέπει να βγάλω επιτέλους το σκασμό.
Όλοι πρέπει.
Γιατί η σωτηρία δε θα’ ρθει με απόψεις.
Εάλω η πόλις.
Ας αναπαυθούν εν ειρήνη οι ψυχές των αδερφών που μας άφησαν τόσο αδόκητα και άδικα.

Ανθή Γεώργα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *