Το γλυκό παράπονο μιας ζωής απλήρωτης

Και κάπως έτσι, τελικά τα κατάφερα. Περνάει ο καιρός γρήγορα πια. Αδιάφορα. Σχεδόν μηχανικά. Οι πληγές μου έκλεισαν, τα σημάδια μου έσβησαν και οι φωνές του παρελθόντος έπεσαν σε καταστολή. Και είναι τόσο ευεργετική ετούτη η ηρεμία… Είναι τόσο λυτρωτική αυτή η ισορροπημένη διάθεση για την οποία μάτωσα κατά καιρούς.

Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζω πως ένα κομμάτι της ψυχής μου αρνείται ακόμα να συμβιβαστεί. Πως φέρει το παράπονο μιας ζωής απλήρωτης που γυρεύει διαρκώς το άλλο της μισό για να ταιριάξει και να εκπληρωθεί.

Ξέρω πως μέσα μου, δυο ματωμένα χείλη σπαρταρούν αναζητώντας διακαώς το καρμικό τους ζευγάρι στα άψυχα φιλιά του κόσμου. Μια ξεχασμένη αγκαλιά, που όσες κρύες κι αν προβάρισε κατά καιρούς, πάντα θα αποζητά εκείνη τη μία, τη μοναδική ζεστή αγκαλιά που θα κουμπώσει επάνω της ηδονικά και θα σταματήσει το χρόνο.

Ξέρω πως κάπου, σε κάποιο ξεχασμένο συρτάρι του μυαλού μου κάποιοι ρημαγμένοι όρκοι παίζουν σε επανάληψη. Χορεύουν στο θλιμμένο ρυθμό ενός μπλουζ τραγουδιού, αφιερωμένου σε ανεκπλήρωτους έρωτες και απραγματοποίητες υποσχέσεις που έγιναν στοιχειά. Που “ξυπνούν” αργά τις νύχτες και σαν αγρίμια ουρλιάζουν για δικαίωση.

Ξέρω πως σε κάποιο χρονοντούλαπο της ψυχής μου υπάρχει ένα χιλιοειπωμένο “σ’ αγαπώ” που τελικά έχασε το δρόμο του και ψάχνει για αποδέκτη. Που φθαρμένο πια από τις πολλές και ψεύτικες επαναλήψεις αναμοχλεύεται με τα ξεθυμασμένα συναισθήματα χρόνων και ψυχορραγεί. Που αρνούμενο να συμβιβαστεί με τη στυγνή λογική και τη μοιρολατρία, θεριεύει και αποζητά τη λύτρωση.

Ξέρω πως έρχονται νύχτες που όσο πεισματικά κι αν κλείσω τα μάτια μου, όσο βάναυσα κι αν φιμώσω τις σκέψεις μου, αναπαράγονται λόγια που ποτέ δεν ειπώθηκαν και ποτέ δεν ακούστηκαν. Συναισθηματικοί δραπέτες μιας εποχής άλλης, που σχηματίζονται δειλά σε κάτι μοναχικά ηλιοβασιλέματα, που διαγράφονται θολά στον πάτο του ποτηριού μου, που ταξιδεύουν μουντά με τον ήχο της βροχής, και μου φωνάζουν πως ακόμη τίποτα δεν τελείωσε.

Ξέρω πως μέσα μου πάντα θα σφαδάζει το παράπονο μιας ζωής που ποτέ δεν έπαψε και ποτέ δε φιμώθηκε. Που ποτέ δεν πείστηκε και ποτέ δε γελάστηκε. Ένας μελαγχολικός σκοπός οι στίχοι του οποίου αποτυπώνονται άχνα στα θαμπωμένα τζάμια του μυαλού μου, και μου θυμίζουν πως κάτω από τη γαλήνια ετούτη επιφάνεια, κάτω από την ασάλευτη αυτή στάθμη, κάτω από το απάνεμο λιμάνι της ψυχής μου, υπάρχει μια ανταριασμένη θάλασσα που καρτερεί κάποιον να την κολυμπήσει…

Χατζηκυριάκου Παντελής

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *