Φθινόπωρο πάλι

Φθινόπωρο πάλι!
Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός!
Λες και βιάζεται να αφήσει πίσω ότι πληγώνει.
Μέρες τώρα βρέχει.
Λες και η δυνατή βροχή να θέλει να ξεπλύνει και να θάψει όσα πονάνε.

Κλείνω τα φώτα, ανάβω κεριά, πολλά κεριά σκόρπια στο πάτωμα.
Περπατώ ανάμεσα τους.
Λες και θέλουν να κάψουν στην φλόγα τους κάθε θύμηση.
Δυναμώνω την μουσική, αφήνω την Ελεονώρα να μιλήσει για μένα.

«… ποιος έφταιξε και ποιον να αθωώσω, να σε πάρω ξανά αγκαλιά ή μήπως να θυμώσω»
Σε ποια αγκαλιά να ανατρέξω; σ’ αυτή που μου στέρησες ή σε εκείνη που θέλησες, μα ποτέ δεν έδωσες;
«…που χάνεσαι; που τρέχει το βλέμμα, ποια αλήθεια μου κρύβει ο καπνός ή μήπως κρύβει ψέμα».

Ξέρεις τι διαπίστωσα;
Ότι κανένας καπνός δεν κρύβει καμιά αλήθεια και το ψέμα πάντα βγαίνει στην επιφάνεια, εκτός από εκείνα που ποτίζουμε την ψυχή μας.

Άρχισε να φυσάει δυνατά, ο αέρας φλερτάρει με τα κεριά μου. Κάποια του αντιστέκονται ακόμα.
Έτσι αντιστεκόμουν και εγώ σε όσα έπραττες μα πάντα γύρευα κάτι διαφορετικό σε όσα έλεγες. Τι και αν αυτά ήταν η μόνη αλήθεια που έπρεπε να δω;
Χίλιες φορές είπα τέλος.
Χίλιες φορές αναιρούσα ελπίζοντας, σαν την φλόγα του κεριού που αντιστέκεται στον άνεμο.
Μα τι τέλος να δοθεί σε κάτι που δεν άρχισε;
Μα πως πίστεψα η ανόητη πως θα σε νοιάξει το τέλος;
Εσύ, δεν είχες τίποτα να χάσεις.
Εγώ πάλι, όσα έχτισα ελπίζοντας.

Ακόμα και τα αμφίβολα σου, τα μπερδεμένα, τα υποθετικά, ελπίδα τα βάφτιζα.
Έτσι ήθελα.
Δεν έβλεπα τις αλυσίδες που είχες βάλει γύρω μου.
Όχι από έρωτα, όχι από ζήλια, όχι από μίσος, όχι από ανάγκη.

Μα από μια περίεργη διαστροφή, μιας δικής σου ιδιαίτερης ανάγκης να είσαι το κέντρο του κόσμου.
Έγινες το κέντρο του δικού μου κόσμου, χωρίς ποτέ να πάρω κάτι από σένα, που χάνοντας το να θρηνήσω.
Ακόμα και ο θρήνος, λύτρωση είναι. Όταν έχουμε κάτι και το χάνουμε.
Εγώ τι είχα;

«… κόψε και μοίρασε στα δύο, πάντα η αγάπη θέλει δύο, δυο να μοιράζονται τα πάντα ή το κενό».

Ούτε το κενό σου δεν χαλάλισες για μένα!
Θυμάμαι, σου είχα πει ότι σε έχω τοποθετήσει στην μια πλευρά της ζυγαριάς μου.
Τίποτα δεν έκανες για να μου δείξεις ότι καλά έκανα.
Έτσι ουδέτερος έμενες πάντα, λες και περίμενες να αποφασίσει κάποιος άλλος για σένα.

Κάποιες φορές πήρα την απόφαση να ρισκάρω, να τολμήσω, όχι για να διεκδικήσω όσα δεν είχες να δώσεις, μα για να με νιώσεις «εκεί».
Άλλωστε, αυτό έκανε την ζυγαριά να γέρνει προς το μέρος σου.
Όταν αμφισβήτησες και αυτό δεν έμεινε κάτι άλλο για να πολεμήσω, δεν είχα λόγο να είμαι «εκεί».

«Κόψε και μοίρασε στα δύο…»
Σωστά στα δύο!
Μόνος του κανείς δεν πορεύτηκε.
Όσο και να λέμε «εγώ αγαπώ για μένα», πάντα θα λείπει εκείνο το νοιάξιμο, η καλημέρα, η καληνύχτα, ένα ήθελα να δω πως είσαι.
Πράγματα που τα χείλη θέλουν να πουν μα ξεστομίζουν άλλα από φόβο.

Ο αέρας σταμάτησε, δίνει την θέση του σε μια δυνατή λυτρωτική βροχή.
Τα κεριά μου έσβησαν.
Ακόμα και η Ελεονώρα σταμάτησε.

Τι με έπιασε πάλι απόψε και αναμασώ και μοιρολατρώ για όσα δεν έχω.
Ποια πλάνη γύρισε την σκέψη μου σε εσένα…

Κοίτα να δεις που αυτό το τέλος θα το πιστέψω.
Δεν είναι που το είπα, είναι που έβαλες τις λέξεις μία – μία στο στόμα μου.
Εγώ απλά τις άφησα ελεύθερες.

Υποψιάζομαι πως θα μένουμε ξύπνιοι τις ίδιες ώρες κάθε βράδυ.
Μόνο που δεν θα πάρω κανέναν αγκαλιά, ούτε θα μας αθωώσω.
Αν θέλαμε, θα ήμασταν «εδώ».

Το δικό μου «εδώ» ήταν λίγο, το δικό σου ακόμα κρίνεται!
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πας παρακάτω.
Ο ένας είναι να σφραγίσεις πόρτες και παράθυρα.
Ο άλλος, είναι να τα αφήσεις ανοιχτά, για να μπει ένας σαρωτικός άνεμος.
Δεν πειράζει αν θα σβήσουν τα κεριά σου, η δική σου φλόγα θα είναι ικανή να κάψει εφιάλτες και να γεννήσει όνειρα.
Αρκεί να μην τα φοβάσαι.

«…το καμένο χώμα βγάζει, έτσι και πέσει μια βροχή, τα ωραιότερα λουλούδια που ‘χω δει».

Νομίζω πως η Ελεονώρα ακούγεται καλύτερα με ορθάνοιχτα παράθυρα!!

Μαρία Βουζουνεράκη

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *