Μαμά, όσο εσύ έλεγες ότι η αγάπη πονάει τόσο εγώ το ξεχνούσα.
Της το είχα υποσχεθεί.
Της το είχα τάξει ότι θα κατέβαινα στην αποθήκη και θα έψαχνα για εκείνο το παραμύθι που είχα από παιδί, από την ηλικία της σχεδόν.
Θυμόμουν ότι το είχα καταχωνιάσει σε ένα κουτί από παπούτσια μαζί με διάφορα άλλα αναμνηστικά.
” Ωπ! Να΄σαι!”
Κλεισμένο καλά με μονωτική ταινία λες και μέσα του κρύβονταν τα μυστικά του κράτους.
Με λίγη προσπάθεια το ανοίγω.
Σαν να άνοιξε το κουτί της Πανδώρας , ένα πράγμα.
Ποια μυστικά του κράτους;
Εδώ μιλάμε για πραγματικούς θησαυρούς!
Δεκάδες μικρά-μικρά πραγματάκια, στην ουσία άχρηστα, ξεπήδησαν μπροστά μου.
Άδεια μπουκαλάκια από αρώματα, γράμματα, σημειώματα, ημερολόγια, γραπτά,γραπτά,γραπτά.
Τι άλλο από γραπτά;
Παιδαριώδη, άγουρα,εφηβικά γραπτά.
Καρτούλες παντός είδους.
Μικρές,μεσαίες, μεγάλες που μέσα τους φιλοξενούσαν υποσχέσεις για αιώνια φιλία και που στο τέλος κιτρίνισαν από το χρόνο όπως και οι καρτούλες.
Προσκλητήρια γάμων που μετράνε χρόνια τώρα, ραβασάκια της κολλητής, αφιερώσεις.
Εδώ τι έχουμε;
Σημειώματα του πιο μποέμ άντρα που γνώρισα ποτέ.
Του παππού μου.
” Στο αγόρασα το βιβλίο” έγραφε ένα από αυτά και είχε πεταχτεί κάτω από την πόρτα του σπιτιού μου, μια μέρα που έλειπα και αυτομάτως το βιβλίο έπαιρνε άλλη αξία αφού μου το είχε αγοράσει εκείνος.
” Το κάστρο των αγγέλων” ο τίτλος. Καθόλου τυχαίος.
Ένα πακέτο σερπατίνες που μου είχε χαρίσει αγαπημένο φιλαράκι κάποιες Αποκριές και που δεν πανηγύρισα ποτέ μαζί τους παρά τις κράτησα γιατί ήταν οι μοναδικές που είχα δει να έχουν επάνω τους αστέρια!
Μα σερπατίνες με αστέρια τις χαλάς; Δεν τις χαλάς!
Ένα μολύβι, ό,τι είχε απομείνει δηλαδή από αυτό, που είχα από την πρώτη Δημοτικού και που όπως κάθε μολύβι πρωτακίου που σέβεται τον εαυτό του, φαγωμένο στο πάνω μέρος (ναι,ναι έχω πράγματα ακόμα και από το Νηπιαγωγείο).
Ανοίγω μπουκαλάκι με άρωμα φράουλα:
Παίρνω τζούρα. Δεκαέξι. Πρώτες έξοδοι. Σινεμά,παγωτό στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιά και τηγανιτές πατάτες στα Goodie’s.
Μπουκαλάκι Ocean:
Τζούρα. Δεκαεφτά. Πρώτος έρωτας. Πρώτα ραντεβού. Πρώτα σκιρτήματα.
Μπουκαλάκι βανίλια:
Τζούρα. Δεκαοχτώ plus. Βόλτες. Καρδιοχτύπια. Έξοδος στον παραπέρα κόσμο.Κόσμος. Πολύς κόσμος. Κόσμος και ντουνιάς.
Κόσμος που ορκιζόμουν πως θα μείνει αλλά τελικά μόνο πέρασε.
Κι΄άλλος κόσμος που πέρασε μεν, δεν ακούμπησε δε.
Και κάπου εκεί η φωνή της μάνας μου να μου τραγουδάει το “Πονάει η αγάπη” του Ρόκκου.
“Εντάξει ρε μαμά.Θα το θυμάμαι ότι πονάει”.
(αυτό είναι το σημείο ” λέγε εσύ μόνο που εμένα από το ένα αυτί μου μπαίνουν και από το άλλο μου βγαίνουν”).
Τελικά όχι μόνο το θυμήθηκα δεκάδες φορές στη μετέπειτα ζωή μου ότι πονάει η αγάπη αλλά το βίωσα και στο πετσί μου.
Με μια διαφορά μαμά και αυτό δεν μου το είπες.
Δεν πονάει απλά. Κομματιάζει. Διαμελίζει.
Τουλάχιστον με είχε προειδοποιήσει.
Να και το ροζ πακετάκι.
Μια κασέτα με ρεμπέτικα, μια εικόνα και μια λύρα.
Δώρα του Κυρ-Γιώργου. Τον γνώρισα στον ηλεκτρικό.
Κουβαλούσε ένα κασετόφωνο που έπαιζε Καζαντζίδη και ζητούσε οικονομική βοήθεια.
Λίγα χρήματα και ένα πακέτο τσιγάρα δεν άξιζαν την τόση καλοσύνη που μου έδειξε.
Έκλαψα μαζί του ώρα πολλή. Μωρέ δεν πα να έλεγε ο κόσμος.
Την επόμενη μέρα μου έδωσε ραντεβού στο σταθμό.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το κίτρινο χρώμα στο πρόσωπο της μάνα μου όταν της είπα ότι έχω ραντεβού με έναν άγνωστο.
” Εγώ θα πάω! Είναι καλός!”. Ήταν.
Άγγελος ήταν.
Άγγελος με δύο πράσινα μάτια μονίμως υγρά που κοίταζαν πάντα προς τα πάνω σαν προσευχή διαρκείας.
Χυποπίτες και ελιές σε εκείνο το ροζ πακετάκι και μια συμβουλή:
“Μην αφήσεις τον εγωισμό να σκοτώσει την αγάπη ποτέ”, ήταν το ευχαριστώ του.
Χρόνια μετά που τον ξανασυνάντησα με θυμόταν.
Τα μάτια του ήταν τα ίδια πράσινα, υγρά μάτια και κοιτούσαν πάντα πάνω. Σαν προσευχή διαρκείας.
Είχα περάσέι -ήδη- μία ώρα. Πάγωσε ο χρόνος εκεί κάτω.
Πάγωσε ο χρόνος και εγώ βρέθηκα να ταξιδεύω μέσα σε εκείνο το κουτί από παπούτσια που έπλεε σε μια θάλασσα αναμνήσεων και όλα αυτά μέσα σε μία αποθήκη με υγρασία.
Δεν θα το πετάξω το κουτί όσο άχρηστο και αν φαίνεται ότι είναι.
Θα το κρατήσω για να δραπετεύω κάθε φορά που ξεχνώ ποια είμαι.
Που θα ξεχνώ πως υπήρξα παιδί και έφηβη και ερωτευμένη.
Και για κάθε φορά που θα ξεχνώ πως η κόρη μου θα είναι παιδί και έφηβη και ερωτευμένη.
Για κάθε φορά που θα μου πει:
” Ναι εντάξει ρε μαμά, θα το θυμάμαι” ενώ της έχω αφιερώσει το “Πονάει η αγάπη” του Ρόκκου.
Ξέρεις κάτι;
Ούτε εγώ θα της πω ότι δεν πονάει απλά. Κομματιάζει. Διαμελίζει. Γιατί αν δεν πονέσει από αγάπη για κάποιον άλλο, πέρα από τον εαυτό της, πως θα τη μάθει;
Και εγώ θέλω να τη μάθει την αγάπη, να την γνωρίσει.
Θα το κρατήσω το κουτί γιατί εκεί μέσα ζουν κομμάτια από εμένα.
Κομμάτια που αν τα κολλήσεις το ένα δίπλα στο άλλο συνθέτουν αυτό που είμαι σήμερα.
Θα το κρατήσω. Θα το κρατήσω για τα ταξίδια μου.
Για να μην ξεχάσω ποτέ τον πιο μποέμ άντρα που έχω γνωρίσει, τον Κυρ-Γιώργο, το φιλαράκι με τις σερπατίνες γεμάτες αστέρια και τη μάνα μου να μου σιγοψιθυρίζει Ρόκκο.
Θα το κρατήσω για εκείνο το κοριτσάκι που ήμουν.
Εκείνο που έλεγε στη μάνα του ότι θα θυμάται πως η αγάπη πονάει αλλά τελικά πάντα το ξεχνούσε.