Απωθημένα
Απωθημένα, κουτάκια ερμητικά κλειστά που τα φύλαγες μέσα στα μύχια της ψυχής σου, του είναι σου. Ό,τι σε φόβιζε, σε απέτρεπε ή σε εξίταρε, το πήρες και το φυλάκισες. Πέταξες το κλειδί, δεν το έχασες. Δεν το κράτησες στιγμή στα χέρια σου, να το σκεφτείς έστω, αν είναι λάθος, όχι.
Το πέταξες, το έκανες συνειδητά, αποφασιστικά, από φόβο μην μπεις στον πειρασμό κι ανοίξεις κάποιο κουτάκι μην παρασυρθείς. Και περνώντας ο καιρός, τα κουτάκια πλήθαιναν, και η ψυχή σου γέμιζε από τα “μη” και τα “δεν πρέπει”. Και ήταν τόσα πολλά, που άρχισαν να στοιχειώνουν τα όνειρά σου.
Εικόνες ζωντανές τα πιο πρόσφατα, σκιές σκοτεινές τα περασμένα, σκελετωμένες σκέψεις που σκονίστηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Φοβόσουν πλέον. Την ώρα που έκλεινες τα μάτια σου σα χείμαρρος ορμούσαν τα απωθημένα σου και σε πλημμύριζαν με ενοχές και θλίψη. Ενοχές που δεν τους έδωσες σάρκα και οστά και τα άφησες να σαπίζουν παρατημένα, θλίψη που δεν τα έζησες. Ήρθε όμως η στιγμή που δεν άντεξες. Το αμπάρι από καιρό έπαιρνε νερά και τώρα συνειδητοποιούσες ότι σε βούλιαζε.
Σα να συνήλθες από λήθαργο. Τινάχτηκες, ορθώθηκες, χτύπησες τα πόδια σου στη γη και στάθηκες. Σκόνη σηκώθηκε, μα δε σ’ ένοιαξε. Για σένα ένα πράγμα είχε τώρα σημασία, στάθηκες. Και τότε ένιωσες πιο ανάλαφρη. Τόλμησες το πρώτο βήμα. Ένας θόρυβος ακούστηκε από κάτι που έσπαγε και μετά κι άλλος κι άλλος καθώς προχωρούσες.
Ήταν τα κουτάκια που τίναξες πια από πάνω σου και τώρα τα πατούσες και τα έσπαγες. Τ’ απωθημένα σου δε σε βάραιναν πλέον. Κάθε κουτάκι που έσπαγε σου άνοιγε και μια πόρτα να διαβείς, μια εικόνα να δεις, μια στάλα ζωής να γευτείς, απ’ αυτές που επέτρεψες να σου απαγορευτούν.
Τώρα όμως ένιωθες, ναι ένιωθες. Δεχόσουν τη ζωή, όπως το στεγνό χώμα ζητά τη βροχή. Συνέχισε. Μη δειλιάσεις. Μη σταματάς. Μη σκέφτεσαι τίποτα. Μ’ αρέσεις περισσότερο εαυτέ μου!
Λίνα Κατσίκα