Το φαινόμενο της υπονόμευσης των εθνικών επετείων και η ανάγκη για ομοψυχία
Ξημέρωσε βάναυσα η σημερινή ημέρα. Δυνατές τυμπανοκρουσίες, άναρχες επευφημίες, σαλπίσματα που όριζαν το ρυθμό των ποδοβολητών, εκκωφαντικά βουητά των μαχητικών αεροσκαφών και δυνατές αναγγελίες των εκάστοτε παρελαυνόντων.
Πρόκειται αλήθεια για μια πολύ ιδιαίτερη ημέρα, το κλίμα της οποίας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επηρεάζει άμεσα την ψυχοσύνθεσή του Νεοέλληνα. Λίγο οι ιστορίες των μεγαλυτέρων, λίγο οι αναφορές που γίνονται από τα διάφορα μέσα ενημέρωσης και λίγο οι ελάχιστες πλέον σχετικές ταινίες που προβάλλονται τέτοιες ημέρες, δεν αφήνουν το μυαλό του μέσου Έλληνα να ξεφύγει από τη μεγάλη εθνική εορτή.
Παρ’ όλα αυτά, ένα σχετικό ερώτημα που με την πάροδο των τελευταίων χρόνων γίνεται ολοένα και πιο έντονο, είναι το με ποιον τρόπο και γιατί τον επηρεάζει πλέον.
Υπάρχει αλήθεια μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων οι οποίοι παθιάζονται αυτές τις ημέρες. Βρίσκουν την ευκαιρία να τροφοδοτήσουν τους νέους με πληροφορίες που έως τώρα αγνοούσαν, να εμπλουτίσουν τις δικές τους γνώσεις, να ανεμίσουν υπερήφανα την Ελληνική τους σημαία στο μπαλκόνι και να ξαναθυμηθούν έναν – έναν τους λόγους για τους οποίους νιώθουν τιμή για τη χώρα τους και την ιστορία της.
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη μερίδα πολιτών οι οποίοι δε φορτίζονται κατά τον ίδιο τρόπο με τις σειρήνες τέτοιων επετείων. Άνθρωποι κατά τους οποίους αυτές οι γιορτές σηματοδοτούν μια άσκοπη πλέον διαδικασία, από την οποία το μόνο θετικό που μπορεί να προκύψει δεν είναι κάτι περισσότερο από ακόμα μια αργία.
Σύμφωνα με αυτούς, ο θεσμός της παρέλασης έχει πλέον απομυθοποιηθεί πλήρως. Έχει μετατραπεί σε ένα γραφικό γεγονός που διοργανώνεται και παρακολουθείται από ένα μάτσο άψυχες μαριονέτες, που την αμέσως επόμενη στιγμή θα σπεύσουν να ξεπουλήσουν και τα ελάχιστα εναπομείναντα κεκτημένα, ανθρώπων που αποδεδειγμένα θυσιάστηκαν άδικα. Μια παρωχημένη τελετή, στην οποία ακόμα και αυτοί οι ελάχιστοι που συμμετέχουν ζώντας το κάθε της λεπτό με πάθος και συγκίνηση, θα είναι οι πρώτοι αδικοχαμένοι στο επόμενο παιχνίδι των άπληστων “μεγάλων”, που έχουν ξεπουλήσει την ψυχή τους στο διάβολο και με μόνο τους Θεό το χρήμα ζουν εις βάρος των πολλών και των αδυνάτων.
Κατά αυτούς, το να γιορτάζεται κάθε χρόνο το μεγάλο “Όχι” του 1940, αποτελεί μέγιστη ύβρη τη στιγμή που αυτό έχει πια μετατραπεί σε ένα μεγαλοπρεπέστατο “Ναι”, τόσο σε θεωρητικό όσο και πρακτικό επίπεδο. Επίσης, ιδιαίτερα αναφορικά με την έτερη μεγάλη εθνική γιορτή, αυτή της 25ης Μαρτίου του 1821, η ύβρις είναι ακόμα μεγαλύτερη αφού μια γενικότερη απάθεια χαρακτηρίζει το μέσο Νεοέλληνα, ο οποίος πλέον δέχεται οποιαδήποτε εξέλιξη με αδράνεια και παθητικότητα.
Είναι αλήθεια λυπηρό να διχάζεται έτσι ο κόσμος. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που βρίσκεται σε μια από τις κρισιμότερες ιστορικά καμπές της, η διχόνοια και η φιλονικία θα έχουν ως αποτέλεσμα τα πράγματα να γίνουν μόνο χειρότερα. Αληθεύει πως ο Έλληνας έχει πολλούς λόγους να νιώθει υπερήφανος για το λαμπρό κι ένδοξο παρελθόν του, όπως αληθεύει και το γεγονός πως το παρελθόν από το παρόν του χωρίζονται από μια πέτρινη καθοριστική γραμμή που έχει ως αποτέλεσμα το όποιο μέλλον μας σαν χώρα να μοιάζει δυσοίωνο. Τόσο όσοι υποστηρίζουν πως η Ελληνική ιστορία και η Ελληνική προσφορά στον παγκόσμιο πολιτισμό πρέπει να αναδεικνύονται συνεχώς και με κάθε τρόπο ώστε να μη χαθούν οι μόνες συντεταγμένες που μας χαρακτηρίζουν ως έθνος, όσο κι εκείνοι που υποστηρίζουν πως όλα αυτά πλέον λέγονται με σκοπό τον εφησυχασμό μιας μερίδας ανθρώπων οι οποίοι βουλιαγμένοι στην απάθεια και την αδιαφορία παρακολουθούν τη χώρα τους να αλλοιώνεται, έχουν δίκιο.
Παρ’ όλα αυτά, ανεξάρτητα από την ικανότητα αντίληψης του καθενός, είτε μας αρέσει – είτε όχι, το μόνο πράγμα το οποίο αποδεδειγμένα μας έσωσε στις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας μας ήταν η ενότητα και η ομοψυχία. Κλείνοντας λοιπόν, θα χρησιμοποιήσω ένα γνωμικό του Ισπανοαμερικανού φιλόσοφου George Santayana, που αφορά κάθε έθνος και κάθε εθνική εορτή. “Όποιος δε θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει.“
Χρόνια πολλά στους Έλληνες και τον απανταχού Ελληνισμό!
Χατζηκυριάκου Παντελής