Τα δικά μας ταξίδια, έμελλε να μείνουν μισά.

Έρχονται στιγμές, που όσα έζησες, παίζουν σαν ταινία βουβή στο μυαλό σου. 

Προσπαθείς να ακούσεις τους ήχους μιας αλλοτινής ευτυχίας, όμως το μόνο που ακούς πια, είναι σιωπές να ουρλιάζουν στο κεφάλι σου. 
Εικόνες ασπρόμαυρες και ξεθωριασμένες, εναλλάσσονται τώρα μπροστά στα μάτια σου. 
 
Όχι, δεν αναπολείς… αναρωτιέσαι μόνο! Αναρωτιέσαι πού χάθηκε η μελωδία της δικής σου ευτυχίας, γιατί έγιναν όλα βουβά και άχρωμα; 
Και όσο αναρωτιέσαι, τόσο πονάς. 
Κι όσο πονάς, τόσο συνεχίζεις να εκβιάζεις απαντήσεις από σένα και από τους συμπρωταγωνιστές της ζωής σου. 
Πώς πάγωσαν ξαφνικά τα χαμόγελα; 
Πώς άδειασαν τα βλέμματα; 
Πώς έκλεισαν οι αγκαλιές;
Πώς χωρίστηκαν δύο ψυχές; 
Πώς καταπατήθηκαν όρκοι κι έσβησαν;
 
Είχα καιρό να αντικρίσω τα μάτια σου… Δεν άντεχα την αλήθεια σου. 
Βλέπεις, δεν είχα μάθει να σε κοιτάζω αλλιώς. 
Μόνο στα μάτια ήθελα, για να αφουγκράζομαι την ψυχή σου. 
Μόνο εκεί σε ένιωθα, ώσπου το βλέμμα σου πάγωσε, άδειασε. 
Κι εγώ πάλευα να καταλάβω αν μαζί με το βλέμμα, άδειασε και η καρδιά σου. 
Με άφησες πολύ καιρό να βασανίζομαι με ερωτηματικά.
Κι όσο εσύ δεν μου έδινες τις απαντήσεις, φρόντιζε ο χρόνος να το κάνει για σένα. 
Έκλεινε ένα ένα κεφάλαιο της ζωής μας, αργά και σταθερά.
Τόσο, όσο να μπορώ να αντέχω.
 
Άφησα μήνες να κυλήσουν, 
δίχως να σε δω. 
Με έκλεισα στην απομόνωση και έκρυψα τα κλειδιά, για να μην ζητιανέψω ένα ακόμα κενό σου βλέμμα. 
Δεν με αναζητήσες ποτέ! 
Η απουσία σου πια, πανηγυρική.
Πώς μπόρεσες; Πώς άντεξες; 
Πώς γίνεται δύο άνθρωποι, δύο ψυχές που έχουν μοιραστεί ζωή και θάνατο μαζί, να γίνονται δύο άγνωστοι;
Δυο ξένοι που κάποτε γνωρίζονταν καλά, αυτό ήμασταν τώρα.
Μπορείς να διαγράψεις μια ζωή; 
Δύσκολο κι επίπονο… 
Κάθε στιγμή και μια ανάμνηση, κάθε λεπτό και μια κουβέντα, κάθε μέρα και μια υπόσχεση που μπήκε στα αζήτητα. 
Η ίδια η ζωή όμως θα το κάνει για σένα, αφού πρώτα σου επιτρέψει να περάσεις από όλα τα στάδια του προσωπικού σου “πένθους”.
 
Στάθηκα πίσω από την βαριά πόρτα της απομόνωσής μου.
Ήρθε η ώρα να σπάσω τα λουκέτα, να ξεκλειδώσω και να βγω. 
Άφησα τον καθαρό αέρα να γεμίσει την ψυχή μου και το φως να πλημμυρίσει το πληγωμένο μου βλέμμα. 
 
Λίγα λεπτά με χώριζαν μόνο από τις τελευταίες μου απαντήσεις. 
Αυτές, που τώρα ήμουν έτοιμη να δεχτώ από σένα. 
Έστριψα  στο δρομάκι, λίγα μόνο βήματα παρακάτω. Ήξερα πως θα σε αντικρίσω ξανά εκεί, μετά από καιρό.
Δεν χαμήλωσα στιγμή το βλέμμα μου.
Δεν το έκανα ποτέ.  
Ήσουν εκεί. 
Με τα χέρια στις τσέπες όπως πάντα και το κεφάλι στραμμένο στο έδαφος. 
Στάθηκα μπροστά σου, έβγαλα τα γυαλιά για να μπορείς να δεις την αλήθεια μου και σου είπα “Καλημέρα”. 
Ψέλλισες ένα “Γεια”, κρυμμένος πίσω από τα μαύρα σου γυαλιά και χαμήλωσες πάλι το βλέμμα σου… 
Μπορούσα να δω πόσο άδειο ήταν, ακόμα και πίσω από αυτά. 
Δεν με φόβιζε πια αυτό που έβλεπα. 
Είχα πάρει όλες τις απαντήσεις που αρνιόσουν να μου δώσεις και μπορούσα τώρα να τις αποδεχτώ. 
Τα δικά μας τα ταξίδια, έμελλε να μείνουν μισά βλέπεις. 
Φόρεσα τα γυαλιά μου και συνέχισα, αφήνοντάς σε πίσω μου. 
Όπως καιρό πριν, άφηνες εσύ εμένα.
 
Άλλαξες και άλλαξα και οι δρόμοι μας τώρα αντίθετοι. 
Αποδέχτηκα τις σιωπές σου, δεν αναζήτησα ποτέ ξανά απαντήσεις και το κενό σου βλέμμα έπαψε πια να με σκοτώνει.  
Δύο ψυχές που κάποτε ήταν ένα, είχαν  πια χωριστεί στα δυο,  σαν να μην συναντήθηκαν ποτέ.
 
Μαρία Μαραγκού
 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *