Οι overqualified της αγάπης

Σίγουρα όλοι λίγο πολύ έχετε ακούσει για το brain drain, το φαινόμενο της φυγής του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό.

Φεύγουν “τα μυαλά”.

Φεύγουν γιατί εδώ δεν μπορούν να βρουν απασχόληση.

Δεν υπάρχουν θέσεις που να ανταποκρίνονται στα προσόντα τους.

Συχνά πηγαίνουν σε συνεντεύξεις για δουλειά, με το πολυσέλιδο βιογραφικό τους και ακούνε αυτό το ευγενικά και μειλίχια εκφερόμενο “λυπάμαι, είστε overqualified δε μας κάνετε, ψάχνουμε κάτι πιο απλό, πιο βασικό, δεν μπορούμε να σας πληρώνουμε”.

Κι έτσι αυτοί οι ταλαντούχοι και χαρισματικοί άνθρωποι πάνε γραμμή ταμείο ανεργίας.

Γιατί δεν μπορούν να βρουν αυτό που ψάχνουν, ή καλύτερα αυτό που τους αξίζει.

Γιατί δεν μπορούμε να τους δώσουμε αυτό που τους πρέπει.

Γιατί οι ίδιοι δεν καταδέχονται να αναλωθούν σε κάτι κατώτερο των προσδοκιών και των αρετών τους.

Κάπως έτσι, μετά λύπης το διαπιστώνω, έχει πια συμβεί και στην αγάπη, στις ανθρώπινες σχέσεις.

Οι overqualified της αγάπης πάνε γραμμή ταμείο μοναξιάς.

Γιατί στο βιογραφικό της ζωής έχουν γράψει πολλές σελίδες αρετής και ανδρείας, βρίσκονται έτη ψυχής πάνω από το μέσο όρο, η λογική και η αρμονική συγκρότησή τους μοιάζουν παραφωνία στη συγχορδία των ανισόρροπων.

Γιατί οι περισσότεροι ψάχνουν κάτι πιο απλό, πιο διαχειρίσιμο.

Γιατί δεν μπορούν να αντέξουν το παραπάνω, σαν «αδοκίμαστο» και «από αλλού φερμένο» το θωρούν, για να θυμηθώ πάλι τον αγαπημένο μου Οδυσσέα.

Γιατί τρομάζουν ότι δε θα μπορέσουν να περπατήσουν πλάι πλάι, και φοβούνται ότι πάντοτε θα ακολουθούν, θα υστερούν.

Γιατί δεν έχουν αρκετή ψυχή να πάρουν φόρα και να φτάσουν τον άλλον, ώστε να πορευθούν μαζί.

Γιατί, όπως λέει κι ένας άλλος αγαπημένος μου, ο Μανώλης, «στο βάθος το ζηλεύουμε αυτό που ρεζιλεύουμε», και τότε συμβαίνει η πιο μεγάλη αυτοκαταστροφική αδικία στη ζωή.

Σε κείνο το σταυροδρόμι που ο Θεός τους χαμογέλασε και συναντήθηκαν με το «μεγάλο», εκεί ξεπήδησε και ο συμπλεγματισμός που έτρεφε ρίζες, και έγινε ζήλεια, φθόνος, και υφάνθηκε σχέδιο αποδόμησης.

Και για να μη μιλάμε μόνο με παραβολές, και ν’ αντικρίσουμε τη φρίκη κατά πρόσωπο, ας τα πούμε όπως είναι.

Πόσοι αξιόλογοι επιστήμονες είναι καταδικασμένοι στην ανεργία και την απραξία;

Πόσες αξιόλογες γυναίκες και σοβαροί άντρες είναι περιορισμένοι στο κελί της μοναξιάς;

Πόσο συχνά βλέπετε μία γυναίκα και αναρωτιέστε «γιατί είναι μόνη» ενώ είναι όμορφη, έξυπνη, καλή κοπέλα, με τη δουλειά της και τον ΕΝΦΙΑ της πληρωμένο, και με τη θλίψη μόνιμα στα μάτια της;

Πόσα «καλά παιδιά» κουράστηκαν να είναι μόνα και τελικά «πιάσανε δουλειά» εκεί που βρήκαν;

Και δέκα στενά πιο κάτω ή 20 χρόνια πιο μετά, κουρασμένοι και ασπρισμένοι κοιτάνε πίσω και το μετανιώνουν.

Δεν αδικώ κανέναν, καθένας έχει τις αντοχές του, και οι γυναίκες τις περισσότερες.

Μου είπε κάποιος πρόσφατα «αλλάξανε οι εποχές», «αυτά τα χαρίσματα που λες» κανείς πια δεν τα εκτιμάει.

Κι έτσι οι overqualified παντός είδους μένουν στην απ’ έξω.

Όχι γιατί υστερούν, αλλά γιατί υπερτερούν.

Και αυτό δεν είναι φταίξιμο δικό τους αλλά δικό μας.

Αποτύχαμε να κρατήσουμε τα μυαλά στην Ελλάδα γιατί δεν είχαμε να τους δώσουμε τις ευκαιρίες που τους αξίζουν και το πεδίο δράσης που δικαιούνται.

Αποτύχαμε , όμως, να δώσουμε την αγάπη, την προσοχή, την αφοσίωση και σ’ αυτούς που την αξίζουν, αυτούς που κατά βάθος θαυμάζουμε, αλλά ποτέ δεν τους το δείχνουμε.

Και το παράδοξο, σε μια κοινωνία με κοινωνικά στερεότυπα, είναι ότι για την κοινωνία ο προβληματικός είναι πάντα ο μόνος, και όχι όλοι οι άλλοι οι διάστικτοι από καμουφλαρισμένα συμπλέγματα και συγκεκαλυμμένες αναπηρίες.

Όσοι διαβάσατε μέχρι εδώ και λίγο ή πολύ ταυτίζεστε, όσοι πάτε κάθε μήνα γραμμή για το ταμείο μοναξιάς, να ξέρετε ότι τούτο το επίδομα είναι πολύ υψηλό, δεν το αξίζει τελικά ο καθένας. Γιατί το δύσκολο είναι να είσαι μόνος.

Επειδή ειπώθηκαν αλήθειες κι η αλήθεια είναι πάντα αμείλικτος δικαστής, αντί επιλόγου θα πω και μια αλήθεια ψυχής, όπως τη νιώθω , κι όπως την εξέφρασε ο ποιητής Χρίστος Λάσκαρης.

ΕΠΙΜΕΝΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΤΟΝ ΕΧΩ ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΙ. ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΕΧΩ ΣΕΓΙΑΝΙΣΕΙ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΠΟΥ ΠΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!!

Ανθή Γεωργά

About Ανθή Γεώργα

Γεννήθηκα στην Αθηνα, παιδί της γενιάς του 80, όταν μεσουρανούσαν η ντίσκο, το μαλλί αφανα και τα κόκκινα αυτοκίνητα. Σ αυτή τη γιγαντουπολη μένω και το απολαμβάνω, έχοντας πάνω μου ασβηστα τα σημάδια απο τις επιρροές της επαρχίας. Δύο γονείς, δύο ιδιαίτερες πατρίδες, ατελείωτα καλοκαίρια, έχω ζήσει το ένα τρίτο της ζωής εκεί. Εργάζομαι ως δικηγόρος, διαβάζω νόμους, τους ερμηνεύω, τους χειρίζομαι, τους χρησιμοποιώ σαν εργαλείο της δουλειάς. Όπως και το λόγο άλλωστε.. Σκέφτομαι με λέξεις, εκφράζομαι με αυτές και όταν δε γράφω δικόγραφα, τις κάνω προτάσεις μήπως και μπορέσω να ερμηνεύσω τους ευμεταβλητους νόμους της ζωής.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει