Ψάχνοντας τον άγγελό μου
Κι όμως, έτσι κι έγινε. Γλυκοχάραζε βλέποντας ο Θεός τους ανθρώπους από ψηλά. Το βλέμμα του έγινε ξαφνικά σκυθρωπό. Ξυπνούσαν οι άνθρωποι και μαζί μ’ αυτούς και η δυστυχία τους. Πόνεσε η καρδιά του με αυτό που έβλεπε. Άλλοι άνθρωποι ξυπνούσαν, έριχναν μια ματιά στην άδεια θέση του κρεβατιού τους υπενθυμίζοντας το κενό που άφησε στην ψυχή τους ο άνθρωπος που την γεμίζει, και μεθούσε με το πιο γλυκό κρασί του έρωτα.
Άλλοι πάλι ήταν εντελώς άυπνοι, με μάτια τσακισμένα από την κούραση και το κλάμα. Αμίλητοι, απλά βυθισμένοι στις αναμνήσεις. Άλλοι, απλά μόνοι και αδιάφοροι, κουρασμένοι και λαβωμένοι από από τους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας την απομόνωση σαν μέσο άμυνας.
Η μέρα κυλούσε και οι άνθρωποι ήταν απορροφημένοι από δραστηρίοτητες τάχα για να ξεχνάνε την νύχτα που πέρασε. Τα μάτια του Θεού δάκρυζαν όταν άκουγε την φωνή από την σκέψη τους. Κανένας δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι του. Κανένας δεν ήθελε να τελειώσει η μέρα. Ο ίδιος εφιάλτης πάλι θα τους περίμενε.
“Ταλαίπωρες ψυχές” είπε. Άρχιζε να νυχτώνει κι εγώ τριγυρνούσα στους δρόμους της πόλης. Δεν είχε ζεστή ούτε κρύο. Ένα απαλό αεράκι έγνεφε τον λαιμό μου. Βλέπω ένα παγκάκι μόνο του λες. Να κρυφακούσει άλλη μια ερωτική εξομολόγηση, ίσως ένα ερωτικό καβγαδάκι, ν’ ακούσει να μοιράζονται όνειρα και υποσχέσεις.
Πήγα, κάθισα αμίλητος όπως κι αυτό και παρατηρούσα αδιάφορος τον κόσμο να περνάει γύρω μου. Ξαφνικά όλοι οι άνθρωποι σταμάτησαν κι έστρεψαν το βλέμμα τους στον ουρανό. Το αεράκι σταμάτησε και η νύχτα έγινε μέρα. Ήταν τόσο δυνατό το φως αλλά όχι εκτυφλωτικό. Αμέτρητοι φωτεινοί άγγελοι έπεφταν απ’ τον ουρανό. Μικροσκοπικοί όπως η χρυσόσκονη. Σηκώθηκα έκπληκτος απ’ το θέαμα.
Έπεφταν πάνω στους ανθρώπους. Τους άγγιζαν οι άνθρωποι και έπαιρναν μορφή. Ξαφνικά η ησυχία έγινε χαρά. Οι άνθρωποι γελούσαν. Απολάμβαναν. Ένοιωθες την αύρα της αγάπης διάχυτη παντού. Περπατούσα ανάμεσα τους κι έβλεπα μάτια φωτισμένα, ευτυχισμένα.
“Τι υπέροχο θέαμα!” είπα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό. Περίμενα κι εγώ αυτόν τον κόκκο χρυσόσκονης να μ’ ακουμπήσει. Να τον αγγίξω να πάρει μορφή. Τον έβλεπα που ερχόταν. Ένας δυνατός αέρας όμως τον παρέσυρε. Έτρεξα με όλη μου την δύναμη να τον προλάβω. Όσο έτρεχα εγώ πιο γρήγορα φυσούσε. Μ’ εγκατέλειπαν οι δυνάμεις μου και μεγάλωνε η αγωνία μου.
Τελικά δεν πρόλαβα. Έβλεπα τον άγγελο μου να χάνεται στον ορίζοντα. Λυπήθηκα, πικράθηκα, τα έβαλα με τον εαυτό μου, κι όμως! Κάτι κέρδισα απ’ όλο αυτό. Δεν είμαι αδιάφορος όπως ήμουν. Από τότε ψάχνω σε όλη την γη να τον βρω. Θα τον βρω; Δεν ξέρω. Το ταξίδι μου συνεχίζεται.
Δημήτρης Ντούρος