Τη ζωή μου ακύρωνα για σένα, μαμά..

Σήμερα εκεί κάπου στο δρόμο, περιμένοντας μέσα στο αυτοκίνητο με ρώτησες ποιο χρώμα αστέρι μου αρέσει.Έτσι αχάραγα που περιμέναμε έξω από ένα ιατρείο και ο στολισμός των Χριστουγέννων έχει ολοκληρωθεί.Κανένα σου απάντησα και βγήκα από το αμάξι. Βλέπεις είναι και αυτό που το παράπονο μου δεν στο είπα και ποτέ. Γιατί δεν υπήρξες ουσιαστικά και ποτέ. Και αν τώρα σε αυτή την ηλικία αναγκαστικά και μη για να μπορέσω να κάνω ειρήνη με το μέσα μου,επιλέγω να μη μάθεις,δεν σημαίνει πως εγώ σταμάτησα να πονάω.

Δεν έχω να θυμάμαι τίποτα. Αναμνήσεις δεν μου έδωσες. Μου στέρησες αυτό που δικαιωματικά άξιζα. Σε κοιτάω και δεν σε βλέπω. Προσπαθώ να καταλάβω.Ξέρω πως δεν ήταν επιλογή σου τότε. Κάποιος σε ανάγκασε. Είχες όμως το περιθώριο αργότερα να το αλλάξεις. Να φύγεις. Να μη συνεχίσεις.Δεν το έκανες και τώρα κοίτα μας. Κάνω αυτό που θα έκανα και σε έναν ξένο, αν με είχε ανάγκη. Αν κλαίω δεν είναι για σένα. Μα για το γαμημένο το φιλότιμο μου.Που επιμένω να βάζω εσένα πάνω από έμενα. Που βλέπω μακρυά και το μέλλον θα είναι πιο κουραστικό για μένα. Δέσμευση είσαι. Και δεν το επέλεξα. Μου το επιβάλλει όμως η ψυχή μου.

Μεγάλωσα. Και οι ανάδρομες μου έχουν μα κάνουν με το να σου προσφέρω απλόχερα, ότι δεν πήρα από εσένα ποτέ.Γυρίζω σε κοιτάω. Που ήσουν πες μου όταν όλες οι μανάδες έφτιαχναν ενα πιάτο φαγητό για τα παιδιά τους; Που ήσουν πες μου,όταν οι δάσκαλοι σε έψαχναν για να έρθεις να πάρεις τους ελέγχους μου; Μια φωτογραφία από όταν ήμουν παιδί. Που ήσουν πες μου,όταν ερχόντουσαν Χριστούγεννα και τα μόνα στολισμένα δέντρα που χαιρόμουν ήταν στα σπίτια των φίλων μου; Πες μου που ήσουν όταν τα βράδια κοιμόμουν μόνο μικρό παιδί σε ένα σπίτι γεμάτο σκιές; Το τέρας της ντουλάπας που όλα τα παιδάκια φοβόντουσαν εγώ το είχα για παρέα. Που ήσουν όταν έμπαινα στην εφηβεία και χρειαζόμουν ένα στήριγμα στα δύσκολα; Να σου πω που ήσουν;  Πουθενά.

Έκανες παιδιά.Τρία που τα δύο εξ’ αυτόν μόλις πήγαν 17 σηκώθηκαν και έφυγαν και τώρα κλαις που σε ξέχασαν. Δεν ήθελες ευθύνες ποτέ.Έμεινα πίσω όμως εγώ. Και αν έφτιαξα δικό μου σπίτι, εξακολουθώ να είμαι εδώ.. Και εσύ κάθε φορά να λες για τα αλλά δυο που σε ξέχασαν.Γέρασες και αρρωσταίνεις. Εσύ γίνεσαι καλά. Εγώ όμως κάθε φορά άλλη μια πληγή μετράω. Ευκαιρίες ζωής να χάνω, κοινωνικές συναναστροφές να ακυρώνω. Τη ζωή μου όλη να ακυρώνω.

Τι να σου πρωτοπώ; Ποιο χρώμα αστέρι μου αρέσει; Κανένα. Τη παιδική μου ηλικία μου χρωστάς. Τον φόβο σου μη χάσεις τον άντρα σου και σκάρωνες παιδιά χωρίς να υπολογίζεις πως δεν είσαι ικανή να μεγαλώσεις και το τίμημα το πληρώνω εγώ. Αυτό μου χρωστάς. Υποχρέωση δεν σου έχω. Ούτε από αγάπη σε φροντίζω. Έμαθα πώς είναι να αγαπάς και το έμαθα μόνη μου.Χωρίς τη δική σoυ καθοδήγηση. Σε κοιτάω. Μα δε σε βλέπω. Συμπαθα με,μα μάνα εσύ δεν ήσουν. Δεν έπρεπε να γιν εις καν.Κι’αν κάποτε φύγεις και μετρήσω τα χρόνια τα χαμένα μου,ξέρεις; Χαλάλι θα πω. Ένας άνθρωπος χρειάστηκε τη βοήθεια μου. Αυτό θα πω “μαμά”

About Ιωάννα Νικολαντωνάκη

Μπορεί επίσης να σας αρέσει