Ό,τι χρειαζόμουν, το είχα πλέον στην αγκαλιά μου

Σήμερα ο ουρανός από ώρα είχε γεμίσει μαύρα σύννεφα που όλο και πύκνωναν και ‘στριμώχνονταν’, προμηνύοντας το ξέσπασμα καταιγίδας. Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες πριν τον κρύψουν τα σύννεφα, κάνοντάς τα να φαίνονται πιο σκούρα. Πόσο μου άρεσε αυτή η εικόνα. Έπιασα την κούπα με τον καφέ μου, τα τσιγάρα και κάθισα μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία του σαλονιού μου. Κουλουριάστηκα και πίνοντας μια γουλιά κοίταξα πέρα στον ορίζοντα όπου διαγράφονταν ήδη οι πρώτες αστραπές.

Πύρινες φλέβες χάραζαν τον ουρανό, ενώ οι βροντές που ακούγονταν όλο και πιο κοντά, έκαναν τα τζάμια του σπιτιού να τρίζουν. Δεν άργησε ν’ ανοίξει ο ουρανός και να ξεχυθεί ποτάμι το νερό της βροχής. Πυκνές οι ριπές πάνω στη τζαμαρία θόλωναν το τοπίο. Έτσι κι εκείνο το απόγευμα… βροχή, αστραπές, χαλασμός Κυρίου!

Καθόσουν απέναντί μου. Κάποια στιγμή με κοίταξες σταματώντας το βλέμμα σου για λίγο πάνω μου. Έσβησες το τσιγάρο σου και ξεφυσώντας τον καπνό έπνιξες ένα βιαστικό ‘αντίο’. Σηκώθηκες να φύγεις. Με ξανακοίταξες χωρίς να πεις άλλη λέξη και βγήκες . Εγώ είχα μαζευτεί στην πολυθρόνα, όπως σήμερα. Δεν σε κοίταξα ούτε μια στιγμή. Δεν ήθελα να σε δω να φεύγεις. Προτιμούσα να βλέπω τη βροχή που χτυπούσε τα παράθυρά μου και να σμίγω μαζί της τα δάκρυα της καρδιάς μου. Έκλαιγε εκείνη αντί για τα μάτια μου. Εκείνα ταξίδευαν σε χαμόγελα, σε αγκαλιές, σε φιλιά, σε αγάπη…

Δεν είπα τίποτα. Δεν έκανα τίποτα. Δεν υπήρχε λόγος. Ένα μήνα τώρα έπιασα πολλές φορές το κινητό να σου τηλεφωνήσω. Τα βράδια ιδίως που με κύκλωνε η μοναξιά. Δεν θα ρωτούσα ‘γιατί’, όχι. Πάντα πίστευα πως όταν κάτι κάνει τον κύκλο του δεν υπάρχει ‘γιατί’. Ήθελα μόνο να σ’ ακούσω. Να μάθω απλώς τι κάνεις. Ν΄ ακούσω τη φωνή σου, τη βραχνή χροιά της που λάτρευα, την ανάσα σου που με αναστάτωνε…

Μια δυνατή βροντή με συνέφερε από τις αναμνήσεις που σα βροχή με είχαν κατακλύσει. Αναστέναξα κι άναψα τσιγάρο. Τότε ήταν που χτύπησε το κινητό μου. Τα’ χασα όταν είδα τον αριθμό. Μέχρι να απαντήσω, ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Με το κινητό στο χέρι έτρεξα ν’ ανοίξω. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Στεκόσουν μπροστά μου στάζοντας από πάνω ως κάτω. «Δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου, δεν γίνεται» μου είπες και μ’ αγκάλιασες, κλείνοντας τα χείλη μου στα δικά σου. Χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω σ’ αγκάλιασα κι εγώ, πιο ζεστά, πιο σφιχτά, την ίδια στιγμή που το τηλέφωνο έπεφτε από τα χέρια μου και γίνονταν κομμάτια, μα ποιος νοιαζόταν; Αυτό που μ’ ένοιαζε το είχα πλέον στην αγκαλιά μου!

 

Λίνα Κατσίκα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *