Η κυρία Φι
Η κυρία Φι είναι ουσιαστικά ο λόγος που τα χάλασα με την πέννα μου. Καθηγήτρια στο επάγγελμα, ήταν δεν θα ήταν τότε καμιά τριανταριά χρονών. Είχε γκρίζα πάντοτε αχτένιστα μαλλιά και φορούσε αταίριαστα ντεμοντέ ρούχα. Ψηλή και κοκαλιάρα, χαμογελούσε σπάνια και το μόνο που την ένοιαζε ήταν η παράδοση του μαθήματος. Η τήρηση του προγράμματος. Είχε το πιο ωραίο μάθημα, αυτό των Νέων Ελληνικών. Μας διάβαζε και μας ανέλυε ποίηση και λογοτεχνία. Ποτέ δεν κατάφερε να αγγίξει τη ψυχή μας ωστόσο!
Στην κύρια Φι λοιπόν παρέδωσα μια μέρα όλο καμάρι και χαρά την έκθεση που είχα γράψει θυμάμαι για τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην πόλη μου. Μια έκθεση για το λεωφορείο δηλαδή. Ήμουν τόσο περήφανη για την ιστοριούλα μου. Είχε αρχή, μέση, τέλος, όμορφη πλοκή, στρωτό λόγο, παρομοιώσεις και μεταφορές καθώς και μια ελαφριά δόση χιούμορ.
«Υπάρχει περίπτωση να την βάλετε στο περιοδικό;» ρώτησα γεμάτη αγωνία. «Αν είναι όντως καλή, γιατί όχι;» απάντα με στόμφο η κυρία Φι.
Ο καιρός πέρασε, το ετήσιο σχολικό περιοδικό εκδόθηκε. Απογοήτευση! Μεγάλη! 1000 κομμάτια το ηθικό μου! Ίσως δεν ήταν και τόσο καλή, αναλογίστηκα. Ίσως υπερεκτίμησα την προσπάθεια μου. Σκ*τ*! Ήτανε ότι πιο όμορφο είχα γράψει μέχρι τότε. Κατάπια την πίκρα μου αλλά δεν την χώνεψα πότε μου!
Όλοι στην οικογένεια, μου το αναγνώριζαν πώς ήμουνα δυνατή στην πέννα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου βρίσκομαι σε απόσταση αναπνοής από ένα βιβλίο. Έρωτας το βιβλίο για μένα. Οι σελίδες του, η μυρωδιά του. Έρωτας μεγάλος! Με αυτό μεγάλωσα, με αυτό ταξίδεψα σε κόσμους αγνώστους και μακρινούς, με αυτό έκλαψα, γέλασα, λυτρώθηκα, έζησα 100 ζωές και άλλες τόσες. Αυτό έδινε τροφή στην φαντασία μου και γκάζωνε το χέρι μου να γράφει.
Η κύρια Φι με κατέβασε από το όμορφο ροζ συννεφάκι μου. Μου χάλασε το όνειρο. Το όνειρο να δω το λεωφορείο μου τυπωμένο στο χαρτί και το όνομα μου να φιγουράρει κορδωτό από κάτω. Δεν ταξίδεψε το λεωφορείο μου ποτέ! Με ένα νεύμα της η κυρία Φι το έκανε στην άκρη. Και ας ήταν γεμάτο όνειρα και ας είχε το ρεζερβουάρ γεμάτο ελπίδα. Ποτέ δεν έμαθε η κυρία Φι πόσο μου στοίχισε η απόφαση της. Δεν σταμάτησα ποτέ βέβαια να γράφω απλά σταμάτησα να πιστεύω πως μπορώ να γράψω κάτι «όντως καλό » Ότι έγραφα δεν έβλεπε πότε το φως του ήλιου. Παρέμενε βουβό, κλεισμένο σε ένα συρτάρι να περιμένει δεν ξέρω και εγώ τι.
Είναι κάποιες φορές που χρειάζεσαι κάποιον να πιστέψει σε σένα. Αρκεί ένα σκούντημα, ένα χτύπημα στην πλάτη και ένα χαμόγελο. Μια καλή νεράιδα να σου κλείσει το μάτι.
Αγαπητή κυρία Φι,
Ξέρω πως ποτέ δεν θα διαβάσεις αυτά που γράφω τώρα. Ζητώ ταπεινά λοιπόν από το σύμπαν να βρει ένα τρόπο να σε ενημερώσει πώς την βρήκα εγώ τη νεράιδα μου τελικά. Λίγο πριν κλείσω τα 40. Την βρήκα όμως και αυτό είναι που μετράει στην τελική. Η δική μου καλή νεράιδα έχει κοντά κόκκινα μαλλιά και πράσινα παιγνιδιάρικα μάτια. Μαγικό ραβδί δεν έχει.
Μιλάει όμως όμορφα, γλυκά και με μια ήρεμη δύναμη με σπρώχνει να βγω από το καβούκι μου. «Μην σταματήσεις πότε να γράφεις τις σκέψεις σου» μου λέει. «Έχεις το χάρισμα να περνάς στον άλλον τις εικόνες σου» συνεχίζει και εγώ αποφασίζω να την ακούσω. Βρήκε τα κείμενα μου όμορφα και με προκαλεί να συνεχίσω να γράφω. «Δεν ξέρω πότε θα έχω ξανά έμπνευση» της απαντώ. «Ποτέ δεν την έχασες, απλά την άφησες να κοιμάται» μου κάνει πίσω. Και ξέρω μέσα μου πως έχει δίκιο.
Τυχεροί όσοι στον δρόμο τους συνάντησαν την νεράιδα τους. Αυτή, που με ραβδί ή όχι, έχει τη δύναμη να σε κάνει να παίρνεις μπρος. Που πιστεύει σε σένα και που σου απλώνει το χέρι της κάθε φορά που κολλάς. Δεν χρειάζονται πολλά. Ένας καλός λόγος, ένα νεύμα, ένα χτύπημα στην πλάτη, ένα κλείσιμο του ματιού, ένα γ******* χαμόγελο!
Ιωάννα Πιτσιλλή