Σαν παραμύθι
Μια μέρα όπως όλες οι άλλες, πρωινό ξύπνημα με καφέ και βόλτα το σκυλάκι μου.
Είπα να βγάλω βόλτα και τον εαυτό μου μετά από πολύ καιρό λαμβάνοντας ίσα και με πενήντα καλημέρες σε τυχαίες και βιαστικές συναντήσεις με φίλους και γνωστούς. Ακούω πως είναι όμορφο να συναντάς ανθρώπους και να εισπράττεις αγάπη και αληθινή συμπάθεια, ίσως να έχουν δίκιο αυτοί που το λένε, δεν ξέρω.
Εγώ το μόνο που θέλω και επιζητώ είναι να περνώ απαρατήρητη να είμαι αόρατη, γίνεται; Δεν θέλω συναντήσεις που μου χαλούν την ηρεμία μήτε να μου θυμίζουν τα περασμένα, αυτά τα τόσο όμορφα του χθές όμως τόσο πονεμένα του σήμερα. Κουράστηκα, έχει και μια ζέστη σήμερα ανυπόφορη, μέρα που διάλεξα κι εγώ να πάρω τον αέρα μου!
Τι το ήθελα, καλά κάθομαι στο κονάκι μου ήσυχα και μακριά απ’όλα. Δεν βαριέσαι, αφού βγήκα που βγήκα ευκαιρία είναι ας ξαποστάσω εδώ για λίγο απολαμβάνοντας κάτι δροσερό.
Είναι όμορφα εδώ, κρίμα που δεν βγαίνω πλέον τόσο συχνά, θα ξανά έρθω λοιπόν μου το υπόσχομαι. Έλα όμως που μέσα στον ενθουσιασμό και στην ταλαιπωρία μου δεν αντιλήφθηκα σε ποιο καφέ μπήκα, όταν το κατάλαβα ήταν πλέον αργά.
Απίστευτη η ταχύτητα του μυαλού, έχει φέρει στη θύμηση εικόνες όμορφες και μοναδικές, συναισθήματα δυνατά από αυτά που μια φορά βιώνει κάποιος στη ζωή του.
Εκεί στο απέναντι τραπεζάκι καθόταν όταν τον είδα για πρώτη φορά, μια φευγαλέα ματιά του είχα ρίξει και προχώρησα πιο πέρα. Ένιωσα αμέσως το βλέμμα του να με εξετάζει με ακρίβεια χειρουργική. Ένιωσα τόσο άβολα και αμήχανα που δεν ήξερα προς τα που να κοιτάξω. Δεν πήρε στιγμή τα μάτια του από πάνω μου, με μελετούσε και παρατηρούσε την κάθε κίνησή μου με ένα χαμόγελο κρυφό όμως συνάμα τόσο φανερό.
Πρώτη φορά τον έβλεπα, δεν ήταν από τα μέρη αυτά. Η καρδιά μου άρχισε να ανεβάζει ταχύτητα όταν ξαφνικά ήρθε στο τραπέζι να μου εκφράσει τον θαυμασμό του, είχα χάσει τα λόγια μου και ένιωθα τα μάγουλα μου να βγάζουν φωτιά από ντροπή.
Σαν μαθήτρια γυμνασίου ένα πράγμα δηλαδή.
Ποτέ δεν θα το ξεχάσω αυτό, όσα χρόνια και να περάσουν ήταν και είναι ότι πιο γλυκό και έντονο έχω νιώσει. Να βλέπω μπροστά μου έναν άντρα δύο μέτρα να τσαλακώνεται αδιαφορώντας για τα πάντα και τους πάντες με μόνο σκοπό και επιθυμία την κατάκτηση.
Καθαρά μάτια, δυναμική φωνή και ξεκάθαρα λόγια με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Ακολούθησαν συναντήσεις και συζητήσεις για ώρες ολόκληρες, αναρωτιέμαι πολλές φορές που βρίσκαμε τα θέματα και την διάθεση να μιλάμε ασταμάτητα κι όμως συνέβαινε. Στιγμές γεμάτες, μέρες όμορφες ζεστές που μιλούσαν στις ψυχές μας. Ανακαλύπταμε ο ένας τον άλλον, η λαχτάρα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, βδομάδα με βδομάδα. Ένα δέσιμο δυνατό, δύο άνθρωποι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο κάτι που το είχαμε νιώσει και οι δύο από τη πρώτη στιγμή.
Κάτι σαν παραμύθι κι εγώ η εκκολαπτόμενη βασίλισσα.
Κάτι σαν μαγεία με εμένα μάγισσά του και αυτός να το ομολογεί χωρίς φόβο και αναστολές.
Ένα χθές που σήμερα πάλι ξύπνησε, που το κρατώ φυλαγμένο και ανοίγω τις πύλες του μονάχα σαν θελήσω να αντλήσω δύναμη και με ευλάβεια τις κλείνω πάλι.
Δύο ψυχές γυμνές με μανδύα την αλήθεια και δυο καρδιές που τόλμησαν να γκρεμίσουν τα τείχη.
Εγώ και εσύ δύο ναυαγοί στο σήμερα, σε διαφορετική στεριά και ανάμεσα μας ένας φουρτουνιασμένος ωκεανός.
Στέλλα Α.