Ίσως, τούτο το βράδυ, να μην σε πάρει ο ύπνος
Εξουθενωμένος από τα της ημέρας, ψάχνεις τη γνωστή γωνίτσα σου για να ηρεμήσεις και να ξεκουράσεις το μυαλό σου…Κλείνεις τα μάτια, παίρνεις μια ανάσα…Κι ύστερα, εκεί που νόμιζες ότι δεν μπορείς πια, θυμάσαι την αγαπημένη σου συνήθεια…
Τον τελευταίο καιρό, έγιναν τόσα πολλά που σε άλλαξαν, δυσπίστησες ότι υπάρχει περιθώριο για χαρά, αυτού του είδους τη χαρά, που μόνο εσύ και κάτι άλλοι, “τρελοί” σαν και σένα, καταλαβαίνουν…
Θα μπορούσες να πεις πως στιγμές, σαν κι αυτές, παίρνουν τη μορφή της πιο ποθητής ερωμένης, γνεφοντας σου προκλητικά, κλείνοντας σου το μάτι, τσαχπίνικα…
Τη συνέχεια, την ξέρεις…Είναι η ίδια διαδικασία, κάθε φορά, αυτήν δεν την έχεις ξεχάσει, είναι αποτυπωμένη σε κάθε κύτταρο σου…
Συγκέντρωση, χαμηλός φωτισμός, ενίοτε λίγη απαλή μουσική, ένα κομμάτι χαρτί, ένα μολύβι…Δειλά, κόβεις λίγο άτσαλα ένα κομμάτι χαρτιού, ένα τόσο δα κομμάτι…
Και ξεκινάς τις πρώτες λέξεις! Και να, που με έναν τρόπο μαγικό, μπροστά στα μάτια σου παίρνει σάρκα και οστά, αυτό που τόσο ποθούσες! Σε ποιον να πεις πώς νιώθεις τώρα και ποιος να σε νιώσει στο πετσί σου…
Χαμογελάς, νιώθεις σαν παιδί που επιβραβεύεται, μα, τέτοια χαρά!
Οι γραμμές καλύπτονται μία – μία και το μυαλό σου γεμίζει εικόνες, μελωδίες και μουσικές…Γράφεις, και κοίτα! Αυτές μετατρέπονται σε χειμάρρους ολόκληρους, με έναν τρόπο αβίαστο, όπως εκείνες τις τόσες αμέτρητες φορές που ένιωσες μόνος, που ένιωσες δυστυχής, γιατί ένιωσες μη παραγωγικός, γιατί πάει πολύς καιρός – ούτε που θυμάσαι, πλέον – που καθόσουν με τόση ευκολία να εκφραστείς, να νιώσεις τέτοια χαρά…
Σταματάς! Σκέφτεσαι και χαμογελάς… Σαν να σου φαίνεται μικρό, αυτό το κομμάτι χαρτιού, που τόσο βιαστικά έκοψες…Γεμίζει, αράδα – αράδα…Ένα δάκρυ κύλησε ασυναίσθητα…
Συνεχίζεις, μα δεν αργεί η στιγμή που τα μάτια είναι θολά από το κλάμα…Το χέρι σου τρέμει κι αυτό δεν το είχες ξανανιώσει…Τι όμορφα, τι αίσθηση ελευθερίας, τι τεράστια λύτρωση είναι αυτή…
Πάνω στο άψυχο χαρτί, υπάρχει πλέον ψυχή, υπάρχει συναίσθημα…Σαν να σου πέταξε ο από μηχανής Θεός σου, ένα κλειδί – πασπαρτού, που άνοιξε όλες τις ξεχασμένες πόρτες του ταλαιπωρημένου σου μυαλού. Τις ανοίγεις και μπαίνεις! Όλα βρίσκονται εκεί, όπως ήταν καιρό αφημένα…
Ξαναθυμάσαι τι είχες αφήσει!
Ίσως, τούτο το βράδυ, να μην σε πάρει ο ύπνος…Βλέπεις, είναι κι αυτή η μυρωδιά του φρεσκοξυσμένου μολυβιού που τόσο είχες επιθυμήσει.
Εύη Μαυρογιάννη