Ξορκίζοντας την κακή τύχη κάνοντας όνειρα
Αναπάντεχα κι απρόσμενα ήρθες και στάθηκες πλάι μου. Ταράχτηκα όταν έπιασες το χέρι μου, κλείνοντάς το στο δικό σου. Αφέθηκα στη θέρμη του. Κούμπωνε άλλωστε τόσο γλυκά. Μνήμες όμορφες κατέκλυσαν το νου μου. Τότε που ανάσαινα ουρανό και κυνηγούσα σύννεφα. Γύρισα και σε κοίταξα. Τα μάτια σου χαμογελούσαν. «Θα μπορούσα άραγε;» σκέφτηκα, αφήνοντας μισοτελειωμένη τη φράση στην ψυχή μου. Δεν τόλμησα να την ολοκληρώσω με σκέψεις φωτεινές, με όνειρα γεμάτα χρώματα. Ήθελα ίσως να την προστατέψω, ξορκίζοντας την κακή τύχη με τη σιωπή, ελπίζοντας αυτά τα μάτια με το χαμόγελο στα βλέφαρα να με ταξιδέψουν στον κόσμο τους. Συνέχισα να βαδίζω δίπλα σου ακουμπώντας στον ώμο σου. Δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ αυτός ο περίπατος.