Περασμένες 03.00

Όλος ο χρόνος του σύμπαντος δεν μου αρκεί για να σου πω πόσο σε αγαπώ. Δεν μου φτάνει η αιωνιότητα για να σε αγγίζω και να σε αισθάνομαι. Στα μάτια σου χάνομαι τα βράδια που είμαστε σε απόσταση αναπνοής και οι λέξεις είναι λίγες μπροστά σε αυτήν την στιγμή που βιώνουμε. Δεν μιλάς, δεν μιλώ, η σιωπή ακολουθεί τον έρωτά μας. Πας να μιλήσεις και βάζω το χέρι μου στο στόμα σου.

«Μην μιλάς, σε λίγο πρέπει να φύγεις. Σε περιμένει… Ξέρεις ποιος…»

«Μα…»

«Μην μιλάς σου λέω. Έλα να κάνουμε έρωτα κι άσε το πριν και το μετά, άσε τα «πρέπει» και τα «μη». Απόψε, επιτρέπονται τα πάντα.  Όλα τα «δεν πρέπει» ενώθηκαν για να κάνουμε έρωτα. Γι’ αυτό σου λέω· μην μιλάς και φίλα με.»

Μπλέκονται τα χέρια, ίσως για ύστατη φορά. Η ώρα είναι περασμένες 03.00. Γεννιούνται ψέματα, πικρές αλήθειες και ενοχές.

«Είναι αργά», μου λες.

«Πάντα αργά θα είναι για σένα.  Η αγκαλιά μου θα σε περιμένει. Για μένα, η κάθε μας φορά είναι η πρώτη και η τελευταία. Έχει μια δόση χαράς και μελαγχολίας. Είσαι το φάρμακο μου και το ναρκωτικό μου.»

Μ’ αφήνεις μοναχό στο δακρυσμένο μας κρεβάτι και μαζεύεις διστακτικά τα τσαλακωμένα μας ρούχα απ’ το πάτωμα. Το βλέμμα μου παλεύει να φυλακίσει στα έγκατά του κάθε σου κίνηση, καθώς καλύπτεις αδέξια την ιδρωμένη σου σάρκα. Ρίχνεις στους ώμους σου το πανωφόρι που φορούσες όταν σε πρωτογνώρισα.

«Πρέπει να φύγω», ψιθυρίζεις ακουμπώντας τα ματόκλαδά σου στο αντικρινό ρολόι. Αυτό ήμασταν πάντα, άλλωστε· ένα καλοκουρδισμένο ρολόι, βαθιά καρφωμένο στον τοίχο. Αμέτρητα βράδια πολέμησα να παγώσω τη ροή των λεπτοδεικτών, μα εκείνοι δεν έπαψαν να διαγράφουν την καθιερωμένη τους πορεία. Κυλούσαν αποφασιστικά – θαρρείς σαδιστικά – πάνω απ’ το ανήμπορο κορμί μου και το ρήμαζαν. Ηττημένος, τους ακούω κι απόψε να ζητωκραυγάζουν τη νίκη τους· τη λήξη μιας ευτυχίας.

Πλησιάζεις την εξώπορτα. Κάθε σου βήμα ξεριζώνει κι ένα κομμάτι της υπόστασής μου. Λίγα λεπτά πριν το φινάλε μας, στέκεις απέναντί μου, με κοιτάς – σου ‘χα πει, όταν φεύγεις να μη με κοιτάς ποτέ στα μάτια – και χαμογελάς, ενώ τα βλέφαρά σου είναι υγρά.

 «Μην με κοιτάς στα μάτια, διάολε!», φωνάζω εσωτερικά αλλά σου χαμογελώ.

Αφήνεις ένα γλυκόπικρο φιλί στα διψασμένα μου χείλη. Ενώ η τρεμάμενη «καληνύχτα» σου πλανάται στο χώρο, μια τερατώδης απορία σπαρταρά στα σωθικά μου. Πώς να ‘ναι άραγε όμορφη η νύχτα μακριά σου;

Σε λίγες ώρες, οι αχτίδες του ήλιου σκοντάφτουν στο κλεισμένο μου παράθυρο. Ακόμη η ίδια απορία· πώς να ‘ναι ωραία η ζωή, αφού ξυπνάμε χώρια;

Βίκυ Μπάλλου – Ιωάννης Χρυσόστομος Παπουδάρης

About Ιωάννης Χρυσόστομος Παπουδάρης

Μπορεί επίσης να σας αρέσει