Αναζητώντας τα σκόρπια μου κομμάτια

Βρίσκομαι μπροστά στην είσοδο 

μιας παλιάς, γνώριμης πολυκατοικίας.

Η πόρτα της εισόδου μισάνοιχτη. 
Την σπρώχνω διστακτικά και μπαίνω. 
Τα σκαλιά μπροστά μου λίγα μα τα πόδια μου τρέμουν. Τα ανεβαίνω, προχωρώ στον διάδρομο και στέκομαι μπροστά από εκείνη την πόρτα. 
Ένα ρίγος με διαπερνά κι ένας κόμπος στον λαιμό, μου κλέβει τις ανάσες 
ενώ οι παλμοί της καρδιάς μου 
χτυπούν σαν τρελοί. Απλώνω το χέρι μου και ακουμπώ την παλάμη μου πάνω της. Δεν έχω πλέον τα κλειδιά. 
 
Κλείνω τα μάτια. Η πόρτα μπροστά 
μου σφραγισμένη κι όμως εγώ ήδη κατάφερα να τρυπώσω μέσα, σε εκείνο το μικρό ισόγειο δυαράκι που κάποτε έζησα. Αφουγκράζομαι τον χώρο. Περνούν από μπροστά μου στιγμές και εικόνες μιας ζωής αλλοτινής. Γέλια, χαρές, γιορτές, στιγμές καθημερινές αλλά και στεναχώριες. 
 
Στέκομαι ακίνητη στην μέση και γύρω μου κινούνται τέσσερις φιγούρες. Παρακολουθώ ξανά την ζωή μου, 
σαν σε τρισδιάστατη ταινία. 
Οι φιγούρες με διαπερνούν. 
Σαν να μην υπάρχω στον χώρο. 
Ακούω τις φωνές τους όμως. 
Ξεχωρίζω και την δική μου μορφή ανάμεσά τους. 
Για μια στιγμή, εκείνη στέκεται μπροστά μου και μοιάζει σαν να 
με κοιτάζει μα δυσκολεύεται να με αναγνωρίσει. Βουρκώνω. Κάνω να 
την αγγίξω μα πριν προλάβω, έχει εξαφανιστεί.
 
Μπροστά μου ένα παράθυρο. 
Προχωρώ και το ανοίγω. Παίζει πάλι δυνατά εκείνη η μουσική που έβαζα τα απογεύματα όταν έκανα τα πρώτα μου ταξίδια με το νου. Το μπαλκονάκι μου, όλο κι όλο ένα βήμα. 
Εκεί που έμαθα να μην βλέπω ποτέ 
τους ανθρώπους από ψηλά. 
Στο ισόγειο εκείνο που έβλεπα 
τα πάντα ίδια με μένα. Ίσα. 
Ώρες ατέλειωτες εκεί. 
Να παίζω, να διαβάζω, να πλάθω σενάρια, να ονειρεύομαι κι αργότερα 
να περιμένω να φανείς για ένα λεπτό, 
να σου κλέψω μια ματιά καθώς περνάς, ένα νεύμα κι ένα χαμόγελο. 
 
Μπαίνω πάλι μέσα. 
Ο χώρος έχει αλλάξει εντελώς. Στολισμένος και φωτεινός, σαν να πρόκειται για μια μέρα ξεχωριστή. 
Απέναντι μου τώρα η πόρτα. Ακούω κλειδιά. Σαστισμένη, περιμένω να δω. 
Έχω αντίκρυ μου δύο φιγούρες τώρα. Έναν άντρα και μια γυναίκα. Φαίνονται ευτυχισμένοι. Πίσω από τα φιλιά 
και τα γέλια, μας διακρίνω. 
Με έχεις πάρει αγκαλιά, σπρώχνεις 
την πόρτα πίσω σου να κλείσει και χανόμαστε δυο μας στο δωμάτιο. Θυμάμαι τώρα. Ήταν η μέρα μας. 
Εκείνη η ξεχωριστή μέρα που περιμέναμε. Το ξεκίνημά μας. 
 
Οι εικόνες τώρα αρχίζουν να τρέχουν πιο γρήγορα και να εναλλάσσονται μπροστά στα μάτια μου. Δεν τις προλαβαίνω πια. 
Μια παιδική φωνή σπάει την ησυχία 
και οι φιγούρες έχουν γίνει τρεις. Γέλια και κλάματα διαδέχονται το ένα μετά το άλλο.
Παρατηρώ ότι η πόρτα του σπιτιού έχει μείνει ανοιχτή. Μισάνοιχτη. 
Πλησιάζω και προσπαθώ να την κλείσω μα δεν τα καταφέρνω μόνη. 
Σαν να είναι κάποιος απ’ έξω και να με εμποδίζει. Νιώθω έναν περίεργο 
φόβο μέσα μου. Σε λίγο ακούω περισσότερες φωνές απ’ ότι γέλια. 
 
Η πόρτα τώρα ορθάνοιχτη κι ο χώρος έχει γεμίσει κιβώτια. Κόσμος πηγαινοέρχεται και το σπίτι σε λίγο αδειάζει. Έχω απομείνει μόνη, να κάθομαι κατάχαμα. Νιώθω πως πρέπει να φύγω από εκεί και να φυλάξω τα πάντα, κάπου μέσα μου. 
Σηκώθηκα, μάζεψα τις αναμνήσεις μου 
και πλησίασα στην πόρτα ξανά. 
 
Βγαίνοντας στον διάδρομο, αυτήν τη φορά, μόνο σκάλες βρήκα μπροστά μου. Τις ανέβηκα μία μία. Σταματούσα σε κάθε πόρτα που έβρισκα. Όλες ήταν μισάνοιχτες, σαν παρατημένες.
Μα πίσω από όλες, αντίκρυζα θλίψη, ένταση, φωνές και όλο λιγότερα γέλια.
Προσπάθησα να μιλήσω, φώναξα μα κανείς δεν μπορούσε να με ακούσει.
Σαν να μην υπήρχα. 
 
Έμεινε μια τελευταία σκάλα. 
Πλησίασα κι άρχισα να ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλοπάτια αποδυναμωμένη 
κι απογοητευμένη, απ’όσα μεχρι 
τώρα είχα δει. 
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. 
Η τελευταία πόρτα ήταν κλειδωμένη. 
Την χτύπησα δυνατά κι επίμονα. Γονάτισα, λύγισα κι έπεσα πάνω της, φωνάζοντας να μου ανοίξουν. 
Ο ήχος της κλειδαριάς όμως με σταμάτησε. Σήκωσα το βλέμμα μου 
και υποχώρησα ένα βήμα . 
 
Πίσω από την πόρτα που άνοιξε, παρουσιάστηκε μια γυναίκα αδύναμη και ισχνή, με βλέμμα θλιμμένο. 
Μόνη, σε ένα σπίτι σκοτεινό. Μόνο σιωπή εκεί. Καμία άλλη φωνή. Καμία άλλη φιγούρα.Το μόνο που ακουγόταν 
ήταν ο ήχος της θάλασσας. 
Σαν να ήταν κάπου κοντά, πολύ κοντά. 
Προσπάθησα να κάνω ένα βήμα μα εκείνη με εμπόδισε δακρυσμένη.
 
Η φιγούρα μου, εκείνη που είχα αντικρύσει πρώτη στο ισόγειο, 
εκείνη που έχασα στην διαδρομή ανεβαίνοντας τα σκαλιά, είχε απομείνει μόνη εκεί, να περιμένει. 
Να ελπίζει σε μια παρουσία.
Μια παρουσία που ανεβαίνοντας, κουράστηκε κι εγκατέλειψε την προσπάθεια. 
 
Πρέπει να φύγεις. Να φύγουμε. 
Δεν υπάρχει κανείς και τίποτα να περιμένεις πια εδώ. Όλα έχουν χαθεί. 
Ακόμα κι εσύ έχασες τον εαυτό σου. 
Δεν μπορεί να μην το βλέπεις. 
Δεν ανήκεις πλέον εδώ. 
Ποτέ δεν ανήκες και το ξέρεις καλά. Πρέπει να με εμπιστευτείς τώρα. 
 
Άπλωσα το χέρι μου κι αυτή την φορά κατάφερα να σε αγγίξω. Κι ας ήσουν μόνο το τελευταίο απομεινάρι από το πληγωμένο παρελθόν μου. Ήσουν εγώ. 
Έπρεπε να σε τραβήξω έξω από τον λαβύρινθο που είχες χαθεί.
Να αφήσουμε πίσω μια και καλή ότι είχε μεγαλοποιήσει το μυαλό και η καρδιά, να κατέβουμε τα σκαλιά και πάλι και να αντικρύσουμε τον κόσμο ξανά σαν ίσες με όλους. Όπως ακριβώς είχαμε μάθει να τον βλέπουμε. 
 
Βλέπεις κι αν στην ζωή σου ανέβηκες σκαλοπάτια για να απολαύσεις την θέα από ψηλά, δεν κουράστηκες. 
Μα κι αν ακόμα κουράστηκες κάποια στιγμή κι απογοητεύτηκες, δεν εγκατέλειψες την προσπάθεια. 
 
Αν όμως χρειαστεί, θα κατέβεις ξανά και θα αρχίσεις πάλι απ’την αρχή. 
Μόνο που αυτή τη φορά, θα κλείνεις 
τις πόρτες προσεκτικά πίσω σου. 
Και να θυμάσαι πως η θέα ακόμα κι 
από ένα ισόγειο, μπορεί να είναι 
εξίσου όμορφη, αρκεί η ματιά σου 
να είναι καθαρή.
 
Μαρία Μαραγκού
 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *