21 Μαρτίου 2019
Share

Το σπίτι της γιαγιάς

Post Views: 7

Πάνε δύο χρόνια από κείνο το πρωινό του Μάρτη που έφυγε η γιαγιά.
Κάθε φορά που μπαίνω στο σπίτι της, δυστυχώς όχι συχνά, αφού εγώ ζω στην πόλη, είναι εκεί∙ η μυρωδιά της είναι παρούσα.
Τελικά αυτή η αίσθηση παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο.
Μπορείς να φέρεις τον άλλο στο μυαλό σου, αλλά δεν μπορείς να τον δεις…
Μπορείς να θυμηθείς τον ήχο της φωνής του, αλλά δεν μπορείς να τον ακούσεις…
Μπορείς να νοσταλγείς τα χάδια του, αλλά δεν μπορείς να τον ακουμπήσεις…
Μπορεί να σου λείπουν τα φιλιά του, αλλά δεν μπορείς να τον γευτείς…
Μπορείς όμως να τον μυρίσεις! Γιατί η μυρωδιά του υπάρχει παντού!
Κι είμαστε τόσο τυχεροί, εγώ και όλοι εσείς, που ζήσαμε χρόνια παιδικά και ξέγνοιαστα σε αυτό το σπίτι της γιαγιάς.
Αυτό το σπίτι είδος μουσειακό θα μοιάζει στα παιδιά και στα παιδιά των παιδιών μας.

Ένα σπίτι που δεν έχει τίποτα από τις σύγχρονες πολυτέλειες και που δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση σε αυτό που έχουμε διαμορφώσει και αποκαλούμε ατομική αισθητική.Συνήθως δεν έχει κεντρική θέρμανση αλλά μία ξυλόσομπα, ή μία σόμπα πετρελαίου με μία μπουρού που υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας. Η γιαγιά την έλεγε μασίνα, που μικρή νόμιζα πως ήτανε τοπικό λεκτικό ιδίωμα και αργότερα κατάλαβα πως ήταν ελληνοποιημένη παραφθορά του machine.
Το σπίτι της γιαγιάς είναι πάντα τόσο τακτοποιημένο. Τα πράγματα είναι τοποθετημένα με θρησκευτική ευλάβεια στην ίδια θέση όλα αυτά τα χρόνια. Και στην ίδια θέση τα βρίσκεις και στα άλλα σπίτια. Σα να είχαν πάει οι γιαγιάδες σε κάποιο κρυφό σχολειό οικοκυρικής, που μάθανε να τακτοποιούν σχολαστικά όλες τα πάντα πανομοιότυπα.

Το σπίτι της γιαγιάς έχει τα δημοφιλή έπιπλα μιας άλλης εποχής: Ένα έπιπλο που η σύγχρονη αρχιτεκτονική περιφραστικά θα περιέγραφε ως έπιπλο αποθήκευσης με βιτρίνα, πόδια και δύο συρτάρια, αλλά που οι γιαγιάδες αποκαλούσαν μονολεκτικά «σερβάντα». Η «σερβάντα» πίσω από τη βιτρίνα είχε προσεκτικά τοποθετημένα τα φλιτζάνια πάνω σε σεμεδάκια. Βέβαια με τα χρόνια το περιεχόμενο κρύφτηκε, από τις φωτογραφίες που κάλυπταν τη βιτρίνα, που σταδιακά απέκτησε λειτουργία κορνίζας.

Η γιαγιά δεν είχε κινητό, ούτε tablet. Aλλά είχε σώσει όλες τις αναμνήσεις , κάθε γενιάς. Από τις καδραρισμένες φωτογραφίες των γονιών και των πεθερικών της- και μετέπειτα και του άντρα της, γιατί όποιος πεθαίνει αναβαθμίζεται από κορνίζα σε κάδρο- που κοσμούσαν τη μεγάλη σάλα κρεμασμένες στους τοίχους, μέχρι τους γάμους και τις βαπτίσεις κάθε μέλους της ευρύτερης οικογένειας, ακόμη κι αν αυτό ζει στη μακρινή Αυστραλία. Εμείς τα πρώτα εγγόνια, είχαμε την τιμητική μας. Όλη η ζωή μας σε κορνίζα: γέννηση, βάπτιση, σχολείο, ορκομωσία σε πανεπιστήμιο κλπ. Τώρα καταλαβαίνω πόση παρέα της κρατούσαν όλες αυτές οι φωτογραφίες.

Η γιαγιά είχε «υιοθετήσει» ένα παιδάκι από την Αφρική μέσω της Action Aid και το είχε «βαφτίσει» Δημήτριο, όπως τον παππού μου. Της είχαν στείλει τη φωτογραφία του με ένα χαρτί που έγραφε Δημήτριος και που το παιδάκι κρατούσε χαμογελώντας. Η φωτογραφία του Δημήτριου ήταν δίπλα στις δικές μας μέχρι το τέλος.

Είμαι σίγουρη ότι εκτός από τη «σερβάντα» , γνωρίζετε και τη «μπάντα». Όχι, δεν πρόκειται για μουσικό σύνολο, είναι χαλί που κρεμούσαν στον τοίχο, αντί ταπετσαρίας, πίνακα ζωγραφικής, ή άλλης διακόσμησης. Λογικά οι περισσότεροι είχαν την «μπάντα» viral που εικονίζει κάτι ελάφια, και που συνήθως βρίσκεται στο υπνοδωμάτιο, σε εκείνη την «κάμαρα» που υπάρχει και το κρεβάτι viral, το κρεβάτι της γιαγιάς, ψηλό, με σιδερένια κάγκελα, στριφογυριστά.

Τίποτα δεν είναι σύγχρονο, τίποτα δεν είναι αυτόματο, τίποτα δεν είναι ακριβό στο σπίτι της γιαγιάς, αλλά είναι όλα πολύτιμα. Γιατί κουβαλάνε αναμνήσεις, εικόνες, στιγμές από τα χρόνια της αθωότητας, από τις εποχές της ξεγνοιασιάς, προτού οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες μας καταπλακώσουν, προτού το στρες και η κατάθλιψη μας αρρωστήσουν…

Τα χρόνια περνάνε γρήγορα και θα περάσουν κι άλλα, και μοιραία θα αντικαταστήσουμε τα έπιπλα και τις συσκευές, και θα ανακαινίσουμε το σπίτι, στο βωμό της λειτουργικότητας και της εξέλιξης, αλλά η μυρωδιά δε θα ξεθυμάνει ποτέ…!
Κι όσο και να μορφώνομαι και να εξελίσσομαι και να τελειοποιούμαι, κάθε φορά που θα με τσιμπάει κόκκαλο θα τρώω ψωμί και κάθε φορά που θα βρίσκω χαρτοπετσέτες στις τσέπες μου θα γίνομαι η γιαγιά μου.. !

Ανθή Γεώργα

Post Views: 7

About Ανθή Γεώργα

Γεννήθηκα στην Αθηνα, παιδί της γενιάς του 80, όταν μεσουρανούσαν η ντίσκο, το μαλλί αφανα και τα κόκκινα αυτοκίνητα. Σ αυτή τη γιγαντουπολη μένω και το απολαμβάνω, έχοντας πάνω μου ασβηστα τα σημάδια απο τις επιρροές της επαρχίας. Δύο γονείς, δύο ιδιαίτερες πατρίδες, ατελείωτα καλοκαίρια, έχω ζήσει το ένα τρίτο της ζωής εκεί. Εργάζομαι ως δικηγόρος, διαβάζω νόμους, τους ερμηνεύω, τους χειρίζομαι, τους χρησιμοποιώ σαν εργαλείο της δουλειάς. Όπως και το λόγο άλλωστε.. Σκέφτομαι με λέξεις, εκφράζομαι με αυτές και όταν δε γράφω δικόγραφα, τις κάνω προτάσεις μήπως και μπορέσω να ερμηνεύσω τους ευμεταβλητους νόμους της ζωής.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει