Μανιάτισσα μοιρολογίστρα: η δικιά μου γιαγιά
Ο θάνατος πάντα τρόμαζε τους ανθρώπους και τους έκανε να βυθίζονται σε ένα βουβό θρήνο. Μα κάπου στον τόπο μας υπάρχει ένα μέρος που οι γυναίκες έχουν μια παράδοση, που τις οδηγεί να κοντράρονται μαζί του και να τραγουδούν τους νεκρούς τους. Έτσι εκεί κάπου στα ορεινά της Λακωνίας υπάρχει η Μάνη, η μητέρα αυτού του εθίμου.
Εκεί λοιπόν στα πάτρια εδάφη μου, κρατάω μνήμες από αυτό το έθιμο που γινόταν δουλειά για κάποια θηλυκά που ήταν γέννημα θρέμμα τους. Έτσι άμα τις ανασύρω στο μυαλό μου, μου έρχονται εικόνες. Αυτές που έχουν πρωταγωνίστρια την δικιά μου γιαγιά, την κυρά Χριστίνα.
Από μικρό κοριτσάκι την θυμάμαι με ένα μαύρο μαντίλι στα άσπρα μαλλιά της να φτιάχνει στιχάκια σιγομουρμουρίζοντας. Σκάρωνε ομοιοκαταληξίες και ταίριαζε λέξεις μεταξύ τους για τον εκάστοτε νεκρό που έφευγε στο χωριό. Αυτόν για τον οποίο την καλούσαν για να τον κλάψει και να τον τραγουδήσει. Κάθε φορά λοιπόν άλλαζε ο ρυθμός του τραγουδιού όπως και τα λόγια που το συνόδευαν.
Γιατί το μοιρολόι ήταν ένα τραγούδι που περιέγραφε τη ζωή αυτού που έφευγε, μια τιμή για την ψυχή του. Μια αφήγηση που όπως βγαίνει από την ετυμολογία της λέξης λογιζόταν την μοίρα του. Αυτό που πρόσφερε μια ελάχιστη αγαλλίαση στην ψυχή του και γινόταν ένας φόρος τιμής στον ίδιο από την οικογένεια του.
Αυτή λοιπόν ήταν μια ιεροτελεστία που δημιουργούσε τρόμο στο δικό μου τότε παιδικό μυαλό, μα δεν μου αποκρύφτηκε ποτέ. Γιατί αυτή η σκληρή γυναίκα με αυτό το παράξενο τρόπο μου έμαθε πως το άσχημο μόνο άμα το κοντράρεις το νικάς. Κι ίσως παράδοξα έχοντας μεγαλώσει πια όταν τη θυμάμαι, χαμογελάω.
Έχοντας μια εικόνα της γιαγιάς μου στο δικό μου σπίτι δίπλα στο κασετόφωνο. Εκεί που καθόταν σε μια καρέκλα με τη μαγκούρα της να χτυπά στο ρυθμό στο πάτωμα, την ώρα που μαγνητοφωνούσε η ίδια το δικό της μοιρολόι. Τότε που αν δεν της έβγαινε καλό, με φώναζε να της το σβήσω για να το ξανά πει. Τη στιγμή που της μουρμούραγα, τι κάνεις μωρέ γιαγιά;. Κι αυτή μου απαντούσε γελώντας, μωρή εγγόνα το γράφω εγώ για να παίξει η κασέτα μου όταν έρθει η ώρα. Γιατί ποια μπορεί να με μοιρολογήσει καλύτερα από μένα;
Χριστίνα Ρογκάκου