Κόκκινο της φωτιάς
Τι χρώμα λες να έχουν οι αναμνήσεις;
Μήπως είναι ασπρόμαυρες;
Μήπως άχρωμες ή μήπως μουντές;
Έχω την εντύπωση ότι είναι διάφανες για να μην γίνεται αισθητή η παρουσία τους.
Συχνά όμως τις βλέπω που κρυφοκοιτούν από το μισάνοιχτο παραθυράκι της ζωή μου.
Αυτό που ανοίγω για να παίρνω αέρα και ξαφνικά εκεί που είμαι μόνη μου γεμίζουν οι πολυθρόνες του σπιτιού μου και τα δωμάτια με την παρουσίες τους.
Μεταλλάσσονται νομίζοντας ότι δεν θα τις πάρω χαμπάρι.
Φοβούνται να φανερωθούν μπροστά μου, επειδή τις σκότωσα.
Κι εγώ κάνω ότι δεν τις βλέπω.
Επιμελώς ξεχνούν ότι έγιναν παρελθόν για μένα.
Εγώ όλες τις έντυνα με κόκκινο χρώμα της φωτιάς.
Ήθελα να καμαρώνω καθώς περνούσαν και έβλεπα όλα τα κεφάλια να γυρνούν να τις θαυμάζουν.
Ζήλευαν την φρεσκάδα τους και ο αέρας τους μοσχοβολούσε τριαντάφυλλο.
Ήθελα πολύ να τις κρατήσω, δεν μου αρέσει να κλείνω πόρτες και πόσο μάλιστα αν σε αυτές τις πόρτες από πίσω βρίσκονται άτομα που αποτελούσαν κάποτε κάποιο κομμάτι μου.
Δεν είναι που δεν τις θέλω ποια.
Είναι που ξεθώριασαν και με κουράζει που καταβάλω προσπάθεια για να τις διακρίνω.
Δεν είναι ότι τις ξέχασα και ας τις έχασα από την ζωή μου.
Είναι που έφυγαν και έπρεπε να μην τις θυμάμαι για να μην πονάω.
Έπρεπε να τις θάψω για πάντα.
Ίσως να με πόνεσαν πιο πολύ απ’ ότι έπρεπε, ίσως και να αισθάνθηκα ανακούφιση από την φυγή τους.
Όσα χρώματα και να αλλάζουν για να μην τις αναγνωρίζω στην ψυχή μου θα είναι ντυμένες πάντα στα κόκκινα.
Θέλω να μου θυμίζουν μόνο τα καλά που μου άφησαν.
Θέλω να τις νοιώθω όπως τότε. Σαν φωτιά μέσα μου.
Τα μεγάλα χαμόγελα τους μόνο κράτησα κλείνοντας το παράθυρο καθώς έβγαιναν για να σταματήσει να κάνει ψύχρα στην ψυχή μου.
Ιωάννα Δαμηλάτη