Θα μ’ αγαπάς;
Μέρα όμορφη, ανοιξιάτικη, μέρα για βόλτα. Παίρνω ηλεκτρικό προς Κηφισιά. Οι εικόνες εναλλάσσονται μέσα από το τζάμι που γράφει με ανεξίτηλο μαρκαδόρο “Θα μ΄αγαπάς;”. Περνάω πάνω από το Γκάζι, μόλις απόλαυσα ένα στιγμιαίο ηλιοβασίλεμα. Ένας Αθηναϊκός ουρανός πορτοκαλί και κόκκινος και ροζ. Κατεβαίνω Μοναστηράκι. Κόσμος. Πολύς κόσμος, όμορφος κόσμος. Παίρνω την Ηφαίστου, χαζεύω και χαμογελώ στους πωλητές που εκθειάζουν την πραμάτεια τους. Περπατώ παράλληλα με τις γραμμές του τραίνου. Όσο προχωρώ πέφτουν οι έννοιες από τις τσέπες μου και γίνομαι όλο και ελαφρύτερη, όλο και πιο μικρή. Μια ρυτίδα που έχω κάπου στο μέτωπο εξαφανίζεται και στο πρόσωπο τώρα έχω τρία χαμόγελα, ένα στα χείλη και δύο στα μάτια. Βαδίζω δύο πόντους πάνω από το έδαφος και σιγοψιθυρίζω τραγουδιστά “Θα μ΄αγαπάς;”. Σαν να μοσχοβολάει ο τόπος γιασεμιά, σαν να ξεθωριάζει το γκρίζο του χειμώνα και έτσι ανάλαφρα και χοροπηδηχτά φτάνω στην Αποστόλου Παύλου. Έξω από το Σινέ Θησείο υπάρχουν αφίσες με τα προσεχώς, “Καζαμπλάνκα” γράφει μία και ο τοίχος παραδίπλα γράφει “Θα μ΄αγαπάς;”. Έχω φτάσει στο σπίτι σου. Χτυπάω με θάρρος το κουδούνι. Ανοίγεις με τη γνωστή σου σιγουριά και ήρεμο βλέμμα. Ρίχνω μια ματιά στον κήπο σου που είναι ανθισμένος. Θυμάμαι που καθόμασταν εκεί τρώγοντας ποπ-κορν και βλέποντας ταινίες τα καλοκαιρινά βραδάκια. Που έλεγες χαζά αστεία και εγώ έκανα γκριμάτσες. Κι΄άλλες φορές που λέγαμε ότι θα κάναμε ευχή για κάθε πεφταστέρι. Σε κοιτάω στα μάτια και ρωτάω “Θα μ΄αγαπάς;”. Δαγκώνομαι πριν πάρω την απάντηση…”Θα σ΄αγαπάω ρε βλάκα. Θα σ΄αγαπάω.”