Οι καμπάνες του Κουασιμόδου σίγησαν στην πύρινη κόλαση
Η ιστορία του ανεκπλήρωτου έρωτα του δύσμορφου κωδωνοκρούστη για την όμορφη τσιγγάνα.
Ένα μυθιστόρημα του εκπροσώπου του γαλλικού ρομαντισμού, του Βίκτωρος Ουγκό, η οποία αναδείκνυε το μεγαλείο του γαλλικού καθεδρικού ναού, καθώς η ιστορία εξελίσσονταν μέσα σε αυτόν.
Σήμερα πεθαίνει ένα έργο τέχνης, ένα μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς.
Ο δύσμορφος κωδωνοκρούστης, ο ήρωας που μέσα από το αριστούργημα του Ουγκό έχει συνδεθεί με την εκκλησία, πενθεί.
Ο Κουασιμόδος, η ψυχή του είναι στο καμπαναριό που έπεσε από τη φωτιά, κλαίγοντας το αγκαλιάζει και εξαφανίζεται μαζί του.
Αγαπούσε τις καμπάνες του, που σήμερα χάθηκαν στην πύρινη κόλαση…
Κλείνω με το απόσπασμα του μυθιστορήματος που έδειχνε την αγάπη του αυτή για τις καμπάνες.
«…εκείνο που του έδινε λίγη ευτυχία ήταν οι καμπάνες. Τις αγαπούσε, τις χάιδευε, μιλούσε μαζί τους, τις κατανοούσε. Από τις μικρές καμπανούλες του καμπαναριού, πάνω από τη διασταύρωση, μέχρι τη χοντρή καμπάνα του πρόπυλου, ένιωθε για όλες την ίδια στοργή. Ωστόσο, ήταν αυτές οι ίδιες καμπάνες που τον είχαν κουφάνει. Όμως, είναι γνωστό πως οι μητέρες αγαπούν συνήθως περισσότερο το παιδί που τους έχει χαρίσει τις μεγαλύτερες πίκρες. Η αλήθεια είναι ότι η φωνή τους ήταν η μοναδική φωνή που του ήταν δυνατό να ακούει ακόμη. Κι έτσι, η πιο μεγάλη καμπάνα ήταν και η πιο αγαπημένη του. Αυτή την προτιμούσε απ’ όλη εκείνη την οικογένεια των φωνακλάδικων κοριτσιών που αναπηδούσαν τριγύρω του τις γιορτινές μέρες. Τούτη η βαριά καμπάνα άκουγε στο όνομα Μαρία. Ήταν μόνη στον κάτω πύργο, μαζί με την αδελφή της, τη Ζακλίν, μια μικρότερη καμπάνα κλεισμένη σε ένα κλουβί μικρότερο από της πρώτης.Ο Κουασιμόδος είχε, λοιπόν, δεκαπέντε καμπάνες στο σεράι του. Αλλά η χοντρή Μαρία ήταν η ευνοούμενή του».
Σήμερα η παγκόσμια κληρονομιά είναι φτωχότερη…
Νίκος Μιχαλόπουλος