Για ποια θάλασσα μου μιλάτε, θα λέω.
Ακόμη μια φορά στην αγαπημένη μου αμμουδιά. Είχα ανάγκη να μείνω για λίγο μόνη. Μακριά από έννοιες και σκοτούρες. Να κάτσω να χαλαρώσω κοιτάζοντας το απέραντο γαλάζιο που τόσο αγαπώ.
Στη θάλασσα μου!
Την μία και μοναδική μου αγάπη, που δεν θα με προδώσει ποτέ.
Οι σκέψεις μου όμως σβήνουν απότομα από το τρανταχτό γέλιο μιας μικρής. Παίζει ανέμελη φτιάχνοντας κάστρα. Το κύμα όμως της τα χαλάει μα εκείνη τα ξαναχτίζει χωρίς να δυσανασχετεί.
Ένα ζευγάρι εφήβων πιο πέρα έχει έναν έντονο διάλογο. Κάποια στιγμή σηκώνεται ο νεαρός με νευρικές κινήσεις και φεύγει αφήνοντας την νεαρή να κλαίει με αναφιλητά. Κάνω να την πλησιάσω μα δεν μπορώ. Τα πόδια μου λες και σφηνώσαν στην άμμο.
Ξαφνικά ξεπροβάλει μια γυναικεία φιγούρα μέσα από τη θάλασσα. Ήδη ο ήλιος αρχίζει να δύει και όλα του τα χρώματα καθρεφτίζονται επάνω της. Φάνταζε μια πολύχρωμη οπτασία μέσα στο γκριζογάλανο του νερού.
Παραπέρα μία νύφη αγκαλιά με τον σύζυγο της γεμίζουν με μελλοντικές αναμνήσεις το γαμήλιο άλμπουμ τους. Δείχνουν τόσο ευτυχισμένοι οι δυο τους.
Καθόμουν εκεί. Τις παρακολουθούσα. Και τις αναγνώρισα όλες. Μία προς μία.
Ήμουν εγώ!!
Τι μου συμβαίνει; Είμαι εδώ και ονειρεύομαι;
Γιατί βλέπω στιγμιότυπα της ζωής μου που διαδραματίστηκαν όλα εδώ!
Εδώ! Στον αγαπημένο μου προορισμό.
Ξαφνικά οι σκέψεις μου κόβονται απότομα. Ακούω φωνές. Δύο νεαροί βγάζουν μία κύρια από τα κύματα. Δεν έχει αισθήσεις λένε. Της δίνουν τις πρώτες βοήθειες, μα η γυναίκα δεν αντιδρά. Πλησιάζω προς τα εκεί. Μα και εκείνη μου μοιάζει αλλά μεγαλύτερη σε ηλικία απ’ ότι εγώ.
Βοηθήστε την, βοηθήστε με τους λέω.
Αλλά κανείς δεν με ακούει, κανείς δεν με βλέπει.
Βλέπω το θάνατο μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό.
Κοιτάζω γύρω μου. Κοιτάζω τη θάλασσα. Πόσο την λατρεύω. Μα εκείνη θα με προδώσει σε λίγα χρόνια.
Δάκρυα κυλάνε από τα μάτια μου.
Δάκρυα απογοήτευσης!!
Έρχομαι δίπλα σου μια ζωή, της ουρλιάζω!!! Πες μου γιατί θα μου φερθείς έτσι;
Σου έδωσα τα γέλια μου τα παιδικά.
Τα πρώτα μου φιλιά.
Τα νεαρά δάκρυα μου.
Κάθε φορά σε σένα έτρεχα. Κολυμπούσα μέσα σου και με γαλήνευες.
Σε σένα ήρθα όταν ενώθηκα με τον άνθρωπο μου.
Πόσα άπειρα “αγαπώ” έλεγα κάθε φορά που μιλούσα για σένα;
Γινόμουν ένα μαζί σου.
Τις πιο μεγάλες αποφάσεις μου σε σένα ερχόμουν για να τις πάρω.
Γιατί θα με προδώσεις έτσι;
Γιατί;
Για όποια θάλασσα θα μιλάω, με μαύρο χρώμα θα την φτιάχνω από δω και πέρα.
Μαύρο του πένθους.
Του πένθους που αποφάσισες να μου χαρίσεις σε λίγα χρόνια από τώρα.
Υπόσχομαι μέχρι τότε να σε βλέπω σαν τον εραστή που με πρόδωσε.
Σαν κάποιον που με κάρφωσε πισώπλατα.
Για ποια θάλασσα μου μιλάτε, θα λέω!!
Τι να τους πω και ποιοι θα με πιστέψουν.
Θα με θεωρούν σαλεμένη. Μα θα ναι η αλήθεια.
Με καταδίκασες και το γνωρίζω.
Πως μπορείς να μου
προσφέρεις τέτοιο τέλος;
Πες μου πως;
Πως;;
Εύη Π. Γουργιώτη