Ξέχασες φίλε
Αν… Αν εσύ που στέκεσαι απέναντί μου με δικάζεις, είναι που κάποτε στεκόσουν εδώ που είμαι εγώ τώρα. Και ενώ τότε και σένα σε δίκασαν, ξέχασες φίλε, ξέχασες.
Σου πήρε τις μνήμες μακριά ο δυνατός ο άνεμος και σου έσβησε τις αναμνήσεις η στρωμένη ζωή σου όπως σβήνει τα εφήμερα “σ’αγαπώ” το κύμα στην αμμουδιά. Αν εσύ που με σκοτώνεις με το βλέμμα σου με κρίνεις, ξέχασες φίλε, ξέχασες.
Ξέχασες ότι κάποτε, αυτό το ίδιο βλέμμα, χανότανε κι αλήτευε σε δύο μάτια μέσα, που ολόκληρα μερόνυχτα μπορούσες να κοιτάζεις.
Αν… Αν εσύ που το δάχτυλο μου κουνάς, εξαπολύεις λέξεις που πονάνε, ξέχασες φίλε, ξέχασες.
Ότι μ’ αυτό το στόμα κάποτε, αχόρταγα φιλούσες ένα άλλο στόμα που κι’αυτό αλλού γι’ αγάπη ορκιζόταν.
Εκτός και αν δεν ξέχασες γιατί δεν έχεις να θυμάσαι. Ούτε χαμένα βλέμματα, ούτε φιλιά βουτηγμένα σε λάβα, ούτε έρωτες που αυτοκαταστράφηκαν, ούτε νύχτες χαμένες σε ηδονικά ταξίδια, ούτε “σ’ αγαπώ” πνιγμένα σε κλάματα, ούτε παθιασμένα και φευγαλέα “σε θέλω”, ούτε σιωπές γεμάτες απουσία.
Τότε φίλε μου, σε λυπάμαι. Σε λυπάμαι που δεν χρειάστηκε να υποφέρεις για κάτι, τόσο ώστε επάξια να πάρεις τον τίτλο του Αγίου. Που δεν κοντοστάθηκες στη μέση της διαδρομής να μυρίσεις εκείνο τον βασιλικό. Που βιάστηκες να φτάσεις στον προορισμό χωρίς να απολαύσεις το ταξίδι. Που δεν άφησες την καρδιά σου να αλωνίσει σε μέρη που το μυαλό δεν τόλμησε να πάει. Που δεν προσπάθησες να μετρήσεις μια νύχτα όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού κι ας ήξερες πως δεν μετριούνται. Και που δεν πήρες βαθιά αναπνοή ένα πρωινό στο παράθυρό σου εισπνέοντας μονάχα ευτυχία.
Γιατί ποτέ δεν έμαθες πως είναι να ζεις σε μια στάλα παράδεισο κι ας ζει αυτή η στάλα μέσα σε μια λίμνη κόλασης.
Εύα Κοτσίκου