Μια παπαρούνα στα σκουπίδια
Είδα, που λες, χτές αργά το απόγευμα εκεί που περπατούσα μία κατακόκκινη παπαρούνα δίπλα στα σκουπίδια. Ύψωνε το μικροσκοπικό της ανάστημα περήφανη λες και ήταν κυπαρίσσι και θα πίστευε κανείς ότι σίγουρα περνιόταν για τριαντάφυλλο. Καμάρωνε λες και ζούσε στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου. Η καημένη. Έμοιαζε να τα είχε χαμένα. Σαν να μην ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα στραπατσαριστεί από κάποια βρώμικη σακούλα απορριμάτων.
Σαν ακριβός έρωτας έμοιαζε. Όπως εκείνοι οι έρωτες που γεννιούνται στα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων. Που σταυρώθηκε, που μάτωσε και που στο τέλος του φορέσανε κι’αγκάθινο στεφάνι. Μέχρι που άγιασε. Που κουλουριάστηκε σε μια γωνιά προσπαθώντας να μείνει ζωντανός ενώ τον φτύνανε οι περαστικοί. Και που στο τέλος αναγεννήθηκε.
“Εμένα μη με λυπάσαι” μου είπε. “Εγώ έζησα. Και αν με βλέπεις τώρα κατακόκκινη είναι που μάτωσα πολύ. Μα το αίμα είναι ζωή έτσι κι’αλλιώς. Εγώ έζησα και ζω. Εσύ; Είχες ποτέ το κουράγιο να αφήσεις την ψυχή σου να ανθίσει δίπλα σε ένα σωρό από κουρελιασμένα όνειρα;”
Και μου τα’ λεγε τούτα τα λόγια με ένα τόσο μεγάλο και όμορφο χαμόγελο που ντράπηκα που ποτέ δεν έμαθα τι σχήμα έχουν τα κουρελιασμένα όνειρα.
Εύα Κοτσίκου