Κεφάλαια που δεν κλείνουν

Με κάλεσες ένα βράδυ.

«Έλα, πού είσαι;» με ρώτησες.

Μακριά σου ήθελα να βροντοφωνάξω αλλά με χτύπησε η λογική και ο εγωισμός και σου είπα:

«Σπίτι, στον καναπέ, κοιτάζω το ταβάνι.»

«Έχεις χρόνο, να τα πούμε;»

«Για σένα έχω όσο χρόνο θέλεις.»

«Από κοντά εννοώ… Ξέρεις…»

Ξέρω που να μην ήξερα αλλά το έπαιξα τρελίτσα.

«Τι θέλεις;», έτρεμε η φωνή μου. Ίσως και το κορμί μου για το ό,τι επακολουθήσει.

«Εσένα.»

«Δεν γίνεται, σήμερα.» Μαχαιριά σε εσένα. αλλά μαχαιριά και σε μένα. Να σου λέω «δεν θέλω να βρεθούμε», εμμέσως, πλην σαφώς. Ποιος; Εγώ! Που αν με έβλεπες, χαλί γινόμουν να με πατήσεις αλλά το χαλί βρίσκεται στο πάτωμα μωρό μου κι εγώ θέλω να πετάω, να βγάζω φτερά και να πετάω. Να πετάξω μακριά σου και να μην ξαναγυρίσω.

«Είσαι σίγουρος», με ρώτησες με κάποια έκπληξη στη φωνή σου.

«Έχω κανονίσει ήδη, δεν μπορώ να το ακυρώσω.» Πόσα ψέματα σου λέω; Θέλω να σε δω τόσο πολύ αλλά εγώ έχω τα χαλινάρια μου και πρέπει να με συγκρατήσω. Καλύτερα να βρισκόμαστε αραιά και που παρά καθημερνά.

«Εεεεεντάξει, τότε. Εσύ ξέρεις.»

Που να ξεραθώ! Μην το κλείσεις, λίγο ακόμη μείνει στη γραμμή να ακούω την ανάσα σου.

«Πρέπει να κλείσω», μου λες εκνευρισμένα.

Κι εγώ πρέπει να κλείσω το κεφάλαιο που λέγεται «Εσύ», αλλά συνέχεια στην πρώτη σελίδα βρίσκομαι. Να σε ερωτεύομαι μονάχα από τη φωνή σου στο τηλέφωνο. Κάποια κεφάλαια δεν κλείνουν ποτέ. Κάποιες σελίδες δε σκίζονται.

Τουτ…τουτ… τουτ…

Κοιτάω το ταβάνι, το τηλέφωνο έχει πέσει στο πάτωμα. Ποιος είναι λαβωμένος απόψε δεν ξέρω.

Ιωάννης Χρυσόστομος Παπουδάρης

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *