Θα έρθεις, δεν μπορεί!
Πόθος μέσα στη ματιά. Να ψάχνω να σβήσω τη φωτιά στο ταίριασμα των σωμάτων. Ιδρώτας λύτρωσης και ένα όνομα στην ολοκλήρωση. Ένα όνομα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη χαρά, το χαμόγελο μου. Το όνομα σου. Και σμίξαμε εμείς. Σε μια ταύτιση εγκεφαλική.
Πρώτα και στη συνέχεια. Και πάντα; Μια ματιά και δεν χρειαζόταν να ειπωθεί κάτι. Τίποτα. Αυτό! μια ματιά. Και σμίξαμε. Πάντα; Σε τρόμαξα. Φοβήθηκες την ίδια την λαχτάρα και την σκότωσες. Δύο ενήλικες που ο ένας έπαιρνε στην αγκαλιά του το παιδί που «ζει» στην ψυχή του άλλου. Νύχτες που τις ξημέρωνα στα χέρια σου. Στην ανάσα που πρόσμενε η φλέβα στο λαιμό μου να νιώσει. Να με κάψει. Να με σβήσει. Να με πεθάνει και να με αναστήσει.
Και σμίξαμε εμείς. Εμείς τότε. Τώρα μόνο εγώ. Δύο φίλοι λες. Δυο φίλοι που κάποτε έζησαν ο ένας για τον άλλον. Τώρα μόνο εσύ. Κάνει κρύο χωρίς αγκαλιά. Φωνάζει το κορμί. Εξαρτημένη. Πρεζόνι. Νύχτες που κάποτε παρακάλαγα να μην ξημερώσουν. Τώρα προσεύχομαι να τελειώσουν. Να φύγουν.
Κραυγή το όνομα σου στις λιγοστές ώρες του ύπνου. Τώρα κρύος ο ιδρώτας. Η κούπα του καφέ σου, εκεί πάνω στο τραπέζι. Ακόμα.. Ακόμα.. Δεν ακούω βήματα στη σκάλα. Ξεκλείδωτα έχω. Ακόμα… Άσχημες μέρες. Μου πήρες μαζί σου το χαμόγελο μου. Φωνή που άκουγα και τρέμω μην ξεχάσω τη χροιά της.
Εμείς. Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι. Και χωρίσαμε. Εμείς. Τώρα εγώ. Τώρα εσύ. Μα, πώς; Αστείο νομίζω είναι. Θα έρθεις δεν μπορεί. Πονάει το μυαλό, κάτι λείπει. Κάποιος λείπει. ΛΕΙΠΕΙΣ. Μα ξέχασες; Θέλω να σε δω. Πού; Πού είσαι;. Τώρα εγώ; Τώρα εσύ; Φίλοι λες και συνεχίζεις…
Ιωάννα Νικολαντωνάκη