Αναλλοίωτο χρώμα ήχων σε ασπρόμαυρο φόντο κώφωσης

 

Δύσκολη και αυτή η ημέρα στο ξεκίνημά της.

Με ψυχή βαριά σαν άγκυρα καθηλωμένη στο βυθό μου. Η ίδια αίσθηση και σήμερα, κάθεται σαν πέτρα και με βουλιάζει κι άλλο στην κινούμενη άμμο μου. Οι εμβοές στ’ αυτιά μου να γίνονται ολοένα και πιο δυνατές. Κι εγώ να πασχίζω να ξεχωρίσω τις νότες μου ανάμεσά τους. Πάλι νιώθω να χάνω τον έλεγχο. Αρχίζω και ουρλιάζω μήπως και ακούσω την ίδια μου τη φωνή και ηρεμήσω αλλά μάταια. Σαν απόκοσμη μου φαντάζει μέσα στο ξέσπασμά μου. Κυριεύομαι από θυμό, απελπισία, απογοήτευση. Χαζεύω μιαν άμαξα από το παράθυρό μου. Το ανοίγω απότομα κι ένα δροσερό αεράκι, μου παίρνει την ασφυξία που είχα μέχρι πριν. Πάντα μου άρεσε η θέα από κάποιο σημείο απαρατήρητο, να νιώθω σαν αθέατος ανάμεσα σε κόσμο που συνεχίζει να κινείται αδιάκοπα. Η βροχή έχει σταματήσει από ώρα και μυρίζω το βρεγμένο χώμα. Όραση και όσφρηση εξακολουθούν να δουλεύουν ρολόι λοιπόν. Αισθάνομαι κάπως πιο ήρεμα τώρα. Το πιάνο με περιμένει και πάλι να κάνουμε μια βόλτα καινούργια. Η μνήμη μου σα θάλασσα καθάρια και βαθιά, με βοηθάει να κολυμπήσω στα γνώριμα νερά της και να διαλέξω τους ήχους της, να τους ενώσω και να συνθέσω ένα νέο κομμάτι συναισθήματος. Το ξύλινο πάτωμα αντανακλά τους κραδασμούς από το χτύπημα της κάθε νότας και νιώθω μιαν αγαλλίαση να με συνεπαίρνει κλείνοντας τα μάτια και αγκαλιάζοντας τρυφερά σαν μικρά παιδιά τον κάθε ήχο που – εγγενώς – καλωσορίζω.

Στο μυαλό μου ξαναγυρνούν ανάκατες εικόνες και ηλικίες. Ο αυταρχικός πατήρ μου, από την ηλικία των τεσσάρων, να με καταπιέζει συνεχώς ν’ αγγίξω την τελειότητα που εκείνος δεν είχε καταφέρει στη δική του δευτερογενή μουσική διαδρομή, ο θάνατος της μητέρας μου, η απόλυση του πατέρα μου από την εργασία του και η απόλυτη παράδοσή του στο αλκοόλ, η δική του βιαιότητα με κάνει να κλειστώ στον εαυτό μου, η δική μου ευθύνη στο τέλος της παιδικής μου ηλικίας και στην αρχή της άγουρης εφηβείας μου, να συντηρήσω τα δύο αδέλφια μου παίζοντας βιολί σε μια ορχήστρα θεάτρου και παραδίδοντας συγχρόνως μαθήματα πιάνου. Με βλέπω τώρα ξανά και με θυμάμαι. Έπειτα από ποικίλες καταστάσεις στα εικοσιπέντε μου. Πρώτη δημόσια εκτέλεση τα πρώτα μου σημαντικά κομμάτια, τρία τρίο για πιάνο και τρεις σονάτες. Θυμάμαι στην πορεία των χρόνων μου ανάμεσα σε άλλα, την « Ηρωική » 3η Συμφωνία, την 5η Συμφωνία, την « Ποιμενική », το μπαλέτο « Προμηθεύς », την όπερα « Φιντέλιο », η μικρής διάρκειας σύνθεση « Fur Elise ».

Πόσα πέρασα για να φτάσω ίσαμε εδώ.

Πόσα μαθήματα παρέδωσα σε μαθητές προσπαθώντας να τους μεταδώσω την αστείρευτη μου δίψα και ασίγαστη φλόγα για τη μουσική και τις ατελείωτες ανεξερεύνητες προεκτάσεις της. Έτσι γνώρισα την θηλυκή υπεροχή σε όλο της το μεγαλείο. Συνάντησα τον αυθόρμητο θαυμασμό και την απόλυτη παράδοση στη μουσική μου οντότητα. Γεύτηκα την υπέρτατη γλύκα της αγάπης, την αβάσταχτη πίκρα του χωρισμού, τον ανυπολόγιστο πόνο του έρωτα δίχως ανταπόκριση, τον καημό να αγαπάς και να μην αγαπιέσαι. Έρωτες που άνθισαν στην ανατολή της ημέρας μιας γνωριμίας και μαράθηκαν πρόωρα στη δύση της, αφήνοντάς με να γαντζώνομαι κάθε φορά με απελπισία, περιμένοντας ένα χάδι, μια αγκαλιά, μια υπόσχεση μονιμότητας.

Έτσι σε γνώρισα μικρή μου Κοντέσα. Ήρθες πάλι στη σκέψη μου « Αθάνατη Αγαπημένη »…. Έρωτας καταδικασμένος από τις επιτακτικές νόρμες των ταξικών συμβάσεων. Υπερισχύει ο ανώτερος μου κοινωνικά αριστοκράτης για σύζυγος κι εγώ να παραμένω σιωπηλά στο περιθώριο, να σε αντικρίζω πλέον σαν απαγορευμένο καρπό. Να προσπαθώ να επιβληθώ στην αντάρα του εαυτού μου και να μην υποκύψω στην ακατανίκητη λαχτάρα μου για σένα κάθε φορά που θα στέκεσαι εμπρός μου. Ακόμη και τώρα που διδάσκω στα ίδια σου τα παιδιά, μου φαντάζεις πιο όμορφη από ποτέ. Πιο δική μου από ποτέ! Ένα κρεσέντο ορμής ξεχύνεται και κατευθύνει τα δάχτυλά μου ξανά στη θύμησή σου! Εξακολουθώ να ισορροπώ μεταξύ της στυγνής συνειδητοποίησης του ανεκπλήρωτου και της ακατανίκητης ερωτικής μου ενόρμησης για σένα. Βάλσαμο στη πληγή σου η κάθε μου πρότερη και μετέπειτα γνωριμία, τώρα το βλέπω καθαρά έστω κι αν πλέον δεν έχει καμία σημασία.

Η μουσική με αγκάλιασε από τα σπάργανά μου και σ’ εκείνη πάντα γυρνούσα με ψυχή σκοτεινή και μ’ έλουζε με ζωογόνο φως. Όλη μου η ζωή μιαν αδυσώπητη πάλη, μια βίαιη μεταβολή διαθέσεων, προσώπων, καταστάσεων και συναισθημάτων. Δεν ένιωσα ποτέ ολότελα δικό μου τίποτε άλλο, πέραν της ίδιας της αντίληψης της μουσικής, που με καλεί αδιάκοπα να συνομιλήσω μαζί της, ν’ αφουγκραστώ, να νιώσω και να εξωτερικεύσω ό, τι μου προσφέρει ατόφιο. Η μοναξιά, μου είναι προτιμότερη πλέον, αφού αδυνατώ να επικοινωνήσω έστω και για τα βασικά. Τα τετράδια επικοινωνίας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μου και όσο κι αν προσπάθησα ν’ αποφύγω αυτή μου την ύστατη λύση, δεν το κατάφερα. Όσο διάστημα εναπέθετα την σιγουριά μου και την παροδική εξάλειψη της ανασφάλειάς μου στο ακουστικό κέρας, για ν’ ακούω – έστω και ανεπαίσθητα – τους ήχους χρησιμοποιώντας το, συναντούσα μονίμως τον χλευασμό των άλλων γι’ αυτό μου το συνοδευτικό εξάρτημα.

Αποφάσισα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια, απομονώθηκα και κατέφυγα στη μοναδική λύση του τετραδίου και γραπτώς ξεκινώ την αναγκαστική επικοινωνία μου με μετρημένους ανθρώπους. Με βοήθεια άλλου αρχιμουσικού που δίνει τα συνθήματα στους μουσικούς και τους αοιδούς, προσπάθησα να διευθύνω την 9η Συμφωνία.

Και τα κατάφερα.

Δεν θα ξεχάσω – όσο ζω – εκείνη τη στιγμή στο τέλος της συναυλίας. Πάντα να στέκομαι με πλάτη στο κοινό. Εμπρός μου ακίνητα όλα τα μέλη της ορχήστρας. Κανένας ήχος στ’ αυτιά μου, κανένα εκκωφαντικό χειροκρότημα, όλα σε νεκρική σιγή στο κεφάλι μου και ξαφνικά βλέπω να σηκώνεται μπροστά μου μια νεαρή κοντράλτο, με δάκρυα στα μάτια – δάκρυα χαράς κι ευτυχίας – να έρχεται κοντά μου, να με γυρίζει να κοιτάξω στη μεριά του κοινού, έναν κόσμο κατενθουσιασμένο, συγκινημένο, με χέρια ασταμάτητα να χειροκροτούν με δύναμη και να χαμογελούν πλατιά.

Υποκλίνομαι μουδιασμένος με τρόπο βαθύ και αργό.

Ένιωσα μια απέραντη ευφορία και μια ανελέητη μοναξιά συγχρόνως.

Άρχισα να κλαίω.

Κλάματα για μια νίκη ολότελα δική μου και να μην είμαι σε θέση να μου την αναγνωρίσω στην πλήρη ρεαλιστική και ανυπέρβλητη διάστασή της.

Οι μνήμες διακόπτονται απότομα από την ξαφνική επιστροφή εκείνου του αφόρητου πόνου και τα χέρια μου βιαίως απομακρύνονται από τα πλήκτρα του πιάνου και πιάνουν ξανά το κεφάλι μου. Πάλι εκείνος ο καταραμένος πόνος στ’ αυτιά μου!

« – Κάνε το να σταματήσει επιτέλους!!» φωνάζω, νιώθοντας απλά τις φωνητικές μου χορδές να πάλλονται εντόνως στο λαιμό μου. Ξανά να βρίσκομαι σε πάλη με το σώμα μου, με την ψυχή μου, τις μνήμες μου, τις εμπνεύσεις μου, τις φανερές αδυναμίες και τις καλυμμένες ανεξήγητες δυνάμεις ενός μυαλού που με οδηγούσαν ενστικτωδώς σε μονοπάτια απάτητα, συντροφιά πάντα με την ερημιά του εαυτού μου.

Υ. Γ. Το άνωθεν κείμενο αποτελεί μια διακριτική, δική μου βιωματική προσέγγιση στην ευαίσθητη κι εύθραυστη ψυχοσύνθεση του μεγάλου Γερμανού συνθέτη Ludwig van Beethoven

( Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ).

21 Ιουνίου: Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής

Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ πιο άξιο αντιπρόσωπο για μια τόσο ξεχωριστή ημέρα. Αφιέρωμα σε μια εξέχουσα προσωπικότητα που μας άφησε την πολύτιμη παρακαταθήκη του.

Παρ’ όλες τις τραγικές αντιξοότητες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος – καθώς η φθίνουσα ακοή του οδηγήθηκε σταδιακά στην αναπόφευκτη κώφωσή του – καταφέρνει να συνθέσει ανεκτίμητα μουσικά κομμάτια που παραμένουν αναλλοίωτα στην πορεία των αιώνων και ανήκουν ολοκληρωτικά στο πάνθεον της παγκόσμιας γένεσης της μουσικής.

Ζωή Παπατζίκου

About Ζωή Παπατζίκου

Σε δύο ενότητες μοιρασμένη η ζωή μου. Στην Αθήνα όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα κι έζησα μέχρι το τέλος της εφηβείας μου και στην Εύβοια όπου πλέον μένω μόνιμα. Με οδηγό την έμφυτη παρατηρητικότητα αλλά και την γενικότερη εντρύφηση των ανθρώπων και των εμπειριών τους, οι σκέψεις και οι λέξεις πάντα πλέκονταν σε γαϊτανάκι καταγραφής, σαν να προσπαθώ να αιχμαλωτίσω λογιών στιγμές και ποικίλα συναισθήματα κόντρα στην ελεύθερη και ιλιγγιώδη ταχύτητα του χρόνου που αμείλικτα στη ξέφρενη πορεία του όλα τα μεταβάλλει. Η ζωή μας είναι ένα άγραφο ανοιχτό βιβλίο, ας αποτυπώσουμε μέσα του τις πιο γραφικές μας αλήθειες!

Μπορεί επίσης να σας αρέσει