Η σκοτεινή πλευρά της Χιονάτης
Εγώ είμαι η Χιονάτη. Μα όχι αυτή που ξέρετε από τα παραμύθια τα παιδικά. Άλλαξα πια. Το αθώο μου χαμόγελο πάγωσε και στη θέση του μπήκαν δυο σμιγμένα χείλη. Τα μάτια μου δεν είναι τώρα πια δυο πύλες καλοσύνης. Με τον καιρό αγρίεψαν και σκοτείνιασαν. Πέταξα την κόκκινη κορδέλα απ’ τα μαλλιά μου και με αυτήν φιμώθηκα γιατί και εγώ η ίδια φοβάμαι τις λέξεις που ξεστομίζω καμιά φορά.
Είμαι η Χιονάτη. Και αυτοί είναι οι σύντροφοί μου. Εφτά νάνοι που ο κάθε ένας κουβαλά πάντα μαζί του ένα αμάρτημα.
Ο πρώτος την οκνηρία. Κάθε που προσπαθώ να κάνω κάτι καλό για μένα και τους άλλους μου λέει “δε βαριέσαι” και με τραβάει πίσω.
Ο δεύτερος την αλαζονεία. Αυτός με κάνει να νιώθω ανώτερο ον από τους άλλους ανθρώπους. Πιο όμορφη, πιο έξυπνη, πιο ικανή από όλους και με γεμίζει έπαρση.
Ο τρίτος τη λαιμαργία. Με κάνει αχόρταγη αυτός. Να μην ικανοποιούμαι με τίποτα, να μην γνωρίζω τον κορεσμό.
Ο τέταρτος κουβαλά τη λαγνεία. Αυτός είναι υπεύθυνος που οι πόθοι μου δεν ηρεμούν ποτέ. Φταίει για τη φιληδονία μου που τόσο με παιδεύει.
Ο πέμπτος την απληστία. Με κάνει να τα θέλω όλα δικά μου. Τα πάντα κτήματά μου.
Ο εκτός είναι σφιχταγκαλιασμένος με την οργή. Με κάνει οξύθυμη, να καίγομαι από θυμό.
Και ο έβδομος πάει αγκαζέ με τη ζηλοφθονία. Με κάνει να θέλω να έχω ό,τι θέλουν οι άλλοι, να το λαχταρώ διακαώς, να πεθαίνω για να το αποκτήσω.
Εγώ είμαι η Χιονάτη και μεγάλωσα πια. Και καθώς μεγάλωνα γινόμουν εγώ που ρωτούσα με μανία τον καθρέφτη: “Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη από όλες;” μα εκείνος σιωπούσε. Δεν ήμουν πια η πιο όμορφη. Πώς να έχει ομορφιά κάποιος που χάνει την αγνότητά του; Που μπαίνει στον κόσμο των μεγάλων και χάνει την παιδικότητά του; Και έτσι πέρασα από την άλλη μεριά του καθρέφτη. Τη σκοτεινή. Βγαίνω μόνο κάποιες φορές όταν μου λείπει ο ήλιος.
Παίρνω το παιδικό παραμύθι στα χέρια μου και το διαβάζω από την αρχή. Έτσι, για να υπενθυμίσω στον εαυτό μου πώς άρχισε η ιστορία. Και άλλες φορές είμαι με το ένα πόδι μέσα στον καθρέφτη και με το άλλο έξω. Να με διεκδικούν και να με περιπαίζουν οι ήλιοι και τα σκοτάδια μου. Είναι οι φορές που φωνάζω “Αφήστε με και μη με τυραννάτε! Εγώ ήθελα μόνο να κοιμάμαι ήρεμη τα βράδια με το όμορφο τέλος του παραμυθιού να ηχεί στ’ αυτιά μου. Μόνο αυτό”.
Είμαι η Χιονάτη και το παραμύθι έπαψε να είναι όμορφο από τότε που έπαψα να είμαι παιδί.
Εύα Κοτσίκου