Κι όμως μάτια μου, ο αμοιβαίος έρωτας είναι ο μοναδικός αυτοσκοπός

Γράφουν η Φλώρα Πέππα και ο Χατζηκυριάκου Παντελής

Σε ερωτεύτηκα με το μυαλό, το κορμί και την καρδιά. Με αυτήν ακριβώς τη “δύστροπη” σειρά. Τόση αρμονία, θαρρείς και άκουγα μια φούγκα του Μπαχ, που πάντα θα πληγώνει τα αυτιά των ανίδεων, μα πάντα θα λυτρώνει την ύπαρξη των γνωστικών. Αυτών που λερώνουν το σκοτάδι με μια καυτή κηλίδα φως και βάφουν το λευκό με γκρίζες αναμνήσεις.

Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Άναρχα, υποταγμένα, ολοκληρωτικά· από το λεπτό ακόμη εκείνο που είδα τη φιγούρα σου να ξετυλίγεται αργά και σαγηνευτικά μπροστά μου. Από το δευτερόλεπτο που ένιωσα τη ματιά σου να διαπερνά ακαριαία και το τελευταίο μου κύτταρο, σαν την πρώτη νότα από κάποιο βαρύ λαϊκό τραγούδι. Σαν την εισαγωγή της παραγγελιάς εκείνης που ακούγεται τη στιγμή που ο έσω σου κόσμος βρίσκεται σε αναβρασμό, και οδηγεί τα μεθυσμένα βήματά σου μηχανικά.

Φλερτάρω με τις λέξεις που απλόχερα προσφέρονται, μάταια προσπαθώντας να περιγράψω αυτό που υπήρχε μεταξύ μας. Λερώνω τον έρωτα μας με σχήματα λόγου επίδοξα και κόλπα συντακτικά, ελπίζοντας για ακόμα μια φορά πως θα τον απομυθοποιήσω με τις ευφάνταστες προτάσεις μου. Μα πως μπορώ να συντάξω έναν έρωτα ασυμβίβαστο, που ποτέ δεν υπάκουσε σε κανόνες σοβαροφάνειας και νόρμες καθωσπρεπισμού; Πως να ντύσω με τις λέξεις τη γύμνια των ψυχών μας, όταν ελεύθερα αρμένιζαν και αποπλανούσαν το μυαλό μας;

Πόσες νύχτες πέρασα βασανίζοντας τις χιλιοχρησιμοποιημένες λέξεις μου με τη θύμησή σου. Κάθε βράδυ την ίδια ώρα, πιστός στο ραντεβού μου με τα υποκατάστατά σου. Ποτό, τσιγάρο, αναμνήσεις· με αυτά σκιαγραφούσα τα καταπιεσμένα συναισθήματα και τα φιμωμένα λόγια. Τα όνειρα που έγιναν φαντάσματα και στοίχειωσαν τις νύχτες μου. Τις αιματοβαμμένες υποσχέσεις που πνίγονταν πια σε μια γουλιά αλκοόλ. Πώς όμως να με πείσω για το αντίθετο από εκείνο που ζήσαμε, μου λες; Πώς να απομυθοποιήσω την αρχέγονη έλξη και την ανιδιοτελή αμοιβαιότητα; Πώς να σε βγάλω από μέσα μου; Πώς;

Μακριά σου επιβίωνα, παγιδευμένη στην απαλή αιώρηση που μου προκαλούσε το ανώδυνο. Χαμένη σε παράλληλα σύμπαντα, με μόνη παρέα ισοπεδωμένες πράξεις και λέξεις μουντές. Χωμένη σε θεωρίες ξερές που λέγανε για αγάπες δανεικές και ρίμες πεθαμένες. Μα τώρα είμαι πάλι εδώ, ξανά να σε κοιτώ. Να χάνομαι στο βάθος των ματιών σου, να γεύομαι την αύρα των χειλιών σου. Η σιωπή της νοσταλγίας είναι εκκωφαντική και η στιγμή μας πιο αυθεντική από ποτέ. Η μυρωδιά σου είναι και πάλι ζωντανή και σκοτώνει βίαια κάθε απόσταγμα ρεαλισμού μου.

Να’ ξερες μόνο πόσες φορές φαντάστηκα ετούτη τη στιγμή. Πόσες φορές πετάχτηκα απογοητευμένος συνειδητοποιώντας πως επρόκειτο για άλλο ένα όνειρο. Πόσες φορές τη σκηνοθέτησα και την “ανέβασα” στη θολωμένη οθόνη του μυαλού μου. Χωρίς θεατές, χωρίς σενάριο, χωρίς κομπάρσους και φροντιστές. Μονάχα με εμάς, σε κάποιο ημιφωτισμένο σανίδι, να αυτοσχεδιάζουμε με ειλικρινείς συγγνώμες και όρκους ζωής. Και να, που η μοίρα τα’ φερε απόψε έτσι. Να, που τελικά ο καιρός συγκατατέθηκε και οι συνθήκες ωρίμασαν. Να, που βλέπω εμένα στα μάτια σου πάλι, και το μόνο που μας χωρίζει πια είναι η ερεθιστική σου ανασαιμιά.

Δεν μας χωρίζει τίποτα πια, τώρα που οι ανάσες μας γίνονται ένας καυτός χείμαρρος ξανά. Ερμητικός, ικανός να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του, τις δεύτερες σκέψεις, τα «πρέπει», τα «γιατί», τα «ίσως» και τα «μήπως». Χείμαρρος θυελλώδης, που καλύπτει τις αμήχανες στιγμές και τις σκόρπιες αναμνήσεις. Δεν μας χωρίζει τίποτα πια, τώρα που τα βλέμματα και οι ματιές μυρίζουνε αγνότητα. Τα αγγίγματα και οι μυρωδιές θυμίζουν αθωότητα. Άτσαλα τα σώματα ενώνονται σε ένα γλυκό ταξίδι πάθους. Κι είν’ αρκετή η ηδονή, για να μην υπάρξει ποτέ ξανά επιστροφή.

Αναπνοές συντονισμένες που σμίγουν με αναφιλητά. Χτύποι τρεμάμενοι συγχρονισμένοι σε έναν ξέφρενο ρυθμό. Τώρα πια, δεν μπορεί κανείς και τίποτα να διεισδύσει εκεί ανάμεσα. Απόψε, δυο σώματα σμίγουν σε ένα κονσέρτο ερωτικό. Παρασύρονται σε μια λυτρωτική τελετουργία που τα θυσιάζει, τα αναγεννά και τα σκοτώνει ξανά μέσα από μια ψυχοσωματική ολοκλήρωση. Μια συναισθηματική πεμπτουσία, που ακυρώνει κάθε αίσθηση του χώρου και του χρόνου, ποτίζει με λήθη τις γκρίζες αναμνήσεις, και μπορεί να πείσει και την πιο πληγωμένη ψυχή, πως ο αμοιβαίος έρωτας αν και επίπονος, είναι ο μοναδικός αυτοσκοπός.

Φλώρα Πέππα, Χατζηκυριάκου Παντελής

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *