Αναζητώντας το παιδί που ήμουν κάποτε
Σήμερα ξαναγύρισα στο σχολείο των παιδικών μου χρόνων.
Πόσες αναμνήσεις ξύπνησαν μέσα μου.
Θύμησες που είχα θάψει,
που είχα ξεγράψει
και κάποιες άλλες που είχα ξεχάσει
επέστρεψαν δυναμικά μέσα στο νου μου
προκαλώντας μου ρίγη συγκίνησης.
Η πρώτη μου σκέψη όταν αντίκρισα το τεράστιο αυτό κτίριο
ήταν ότι το θυμόμουν μικρότερο.
Αστείο δεν είναι;
Η πιο μικρή εκδοχή του εαυτού μου
γέμιζε τους χώρους του,
κυρίευε στους διαδρόμους,
μα μεγάλωσα
και το κτίριο φαντάζει παγωμένο
και υπερβολικά μεγάλο,
υπερβολικά άδειο.
Που είναι τα παιδιά που τρέχουν και γελούν;
Που βρίσκεται ο μικρός εαυτός μου;
Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα εντός του.
Δέος με κατέκλυσε.
Πως δε χανόμουν εκεί μέσα;
Πως έμαθα κάθε μυστική κρυψώνα
κάθε μικρή και μεγάλη αίθουσα,
κάθε εκατοστό του χαοτικού αυτού μέρους;
Πως το έκανα σπίτι μου;
Μια ανασφάλεια με πλημμυρίζει
καθώς κατεβαίνω τα σκαλιά
κατευθυνόμενη στις υπόγειες αίθουσες.
Κάθε βήμα μου μικρό, αβέβαιο και προσεκτικό,
μη τυχόν παραπατήσω και πέσω χάμω.
Μικρούλα έτρεχα πάνω- κάτω σε αυτά τα σκαλιά,
δυο-δυο τα κατέβαινα χωρίς κανέναν φόβο.
Τώρα όμως μεγάλωσα
κι ο φόβος έγινε κομμάτι μου.
Κατεβαίνοντας αυτά τα απότομα σκαλιά
θυμήθηκα τότε που εκμυστηρεύθηκα
σε μια συγγραφέα πως πιστεύω στις νεράιδες
και πως αισθανόμουν μόνη.
Μοναχική καθώς ήμουν από μωρό παιδί,
έψαχνα διέξοδο στα βιβλία
και τα δικά της με ταξίδευαν
σε κόσμους που δεν ήμουν τόσο μόνη.
Θυμάμαι το χαμόγελο στα χείλη της
όταν με κοίταξε γλυκά
αποκαλύπτοντας μου πως ήταν σαν και μένα.
Δε με αποθάρρυνε, δε μου ξερίζωσε τη πίστη μου στη μαγεία
και στους ονειρικούς κόσμους.
Αντίθετα, με γέμισε ελπίδα.
Ελπίδα πως δεν ήμουν «περίεργη»
απλά διαφορετική
και πως υπάρχουν κι άλλοι σαν και μένα.
Υπάρχουν οι νεράιδες, αποκρίθηκε
και εγώ χαρούμενη
επέστρεψα στο παιχνίδι μου.
Σχεδόν δάκρυσα κατεβαίνοντας αυτά τα σκαλιά.
Τα ίδια σκαλιά που με γέμισαν ελπίδες
όταν ο κόσμος μου φάνταζε σκοτεινός.
Έφτασα στις κάτω αίθουσες.
Για ακόμη μια φορά συγκλονίζομαι
από τα τετραγωνικά τους.
Σαν μικρά τετράγωνα φάνταζαν παλιά
μα τώρα όλα άλλαξαν
κι ας μην έχει μεταβληθεί διόλου το κτίριο τούτο.
Στην πρώτη αίθουσα που συναντώ
γύρισα 10 χρόνια πίσω
όταν μια δύσκολη δασκάλα
μου έμαθε πως αν δεν κοπιάσω,
δε θα πετάξω ποτέ μου.
Θυμάμαι το άγχος μου στο πρώτο διαγώνισμα
και την επιβράβευση μου
όταν τελικά τα κατάφερα.
Αλλά μεγάλωσα και τα διαγωνίσματα της ζωής
δε σε επιβραβεύουν με καραμέλες ή γλυκά.
Αλλά με δάκρυα, είτε χαράς είτε λύπης.
Παρατηρώ εξεταστικά τους κρεμασμένους πίνακες στους τοίχους του υπογείου.
Αναζητώ εκείνον που είχα διαλέξει
όταν η δασκάλα μας ζήτησε να δείξουμε τον αγαπημένο μας.
Τον πιο σκοτεινό επέλεξα,
μα πέρασαν τα χρόνια
και αδυνατώ να θυμηθώ ποιον.
Θαρρώ είχε ένα ποδηλάτη με φόντο έναν σκιερό ουρανό
ή κάποιον φιδογυριστό δρόμο μες στην σκοτεινιά με σβηστά φανάρια.
Η μνήμη με εγκατέλειψε,
ο πίνακας μου άφαντος.
Κι εγώ μεγάλωσα και ακόμα λατρεύω τις ερεβώδεις ζωγραφιές.
Η τέχνη για μένα ισοδυναμεί με συναισθήματα
και ο πόνος με τη λύπη είναι από τα πιο ισχυρά.
Χάθηκε ο πίνακας μου,
μαζί με τα παιδικά μου χρόνια.
Το ταξίδι μου στο παλιό μου σχολείο
μου υπενθύμισε
πόσο διαφορετικά φαντάζουν τα πάντα
από το πρίσμα ενός μικρού παιδιού.
Οι μέρες περνάνε γρήγορα
δεν αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο που τρέχει
και κάποια στιγμή ξυπνάμε ένα πρωί
και συνειδητοποιούμε πως μεγαλώσαμε!
Πως αλλάξαμε.
Ξαφνικά δε πιστεύουμε σε νεράιδες, ξωτικά,
θαύματα…
Δεν ρισκάρουμε,
αρνούμαστε να ξεβολευτούμε από την ανιαρή ήσυχη ζωούλα μας.
Δεν γελάμε όπως παλιά,
παρά μόνο σπάνια,
όταν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να αφεθεί.
Γιατί η ενηλικίωση ταυτίστηκε με τη μιζέρια,
η ωριμότητα με την σοβαρότητα
κι η σοβαρότητα με την μελαγχολία;
Που πήγε το παιδί μέσα μου,
γιατί δε με κατευθύνει στις πολυάριθμες αίθουσες
και στους σκοτεινούς διαδρόμους;
Γιατί η επιστροφή μου εκεί
είναι αποπνικτική και αναζητώ την έξοδο κινδύνου;
Ίσως με απογοήτευσα.
Μεγάλωσα και δεν έγινα η γυναίκα που ονειρευόμουν μικρούλα.
Μεγάλωσα και αντί να συνεχίσω να πιστεύω στα παιδικά μου όνειρα,
εγώ τα ξέσκισα, τα έκαψα και τα έθαψα
στον τάφο των «ανόητων» προσδοκιών.
Αυτό το ταξίδι στα παιδικά μου χρόνια κατάντησε ανυπόφορο.
Δεν αντέχω να ξαναδιασχίσω την ίδια διαδρομή που ακολούθησα κατά την είσοδο μου.
Φεύγω στα κλεφτά, από την πίσω πόρτα
μήπως καταφέρω να αποδράσω από τη φυλακή των χαμένων συναισθημάτων μου.
Αποχωρώ, δεν μπορώ να ανασάνω,
οι θύμησες πολλές, ο χρόνος να τις επεξεργαστώ ελάχιστος.
Κλείνω την πόρτα πίσω μου
συγκρατώντας τα δάκρυα μου.
Θα ξεχυθώ στους δρόμους, αναζητώντας το παιδί που ήμουν κάποτε.
Όταν επιστρέψω, θα το αφήσω να με οδηγήσει εκείνο.
Έτσι θα μάθω ξανά να αναπνέω,
να πιστεύω στα παραμύθια,
να ελπίζω στα θαύματα
να ζω τη στιγμή και να μην αγωνιώ για το μέλλον.
Περίμενε με μικρέ μου εαυτέ,
σε χρειάζομαι…
Φιλίνα Ιγνατιάδου