Το παλιό του μπαούλο

Κανείς δεν το πρόσεχε πλέον. Άνοιγαν και έκλειναν την πόρτα του δωματίου, χωρίς να του δίνουν σημασία. Ήταν τοποθετημένο ακριβώς πίσω της.  Άσε που το σχήμα της επιφάνειας του, τους βόλευε για να «πετάξουν» πάνω του ένα σωρό αντικείμενα.

Άχρηστα αντικείμενα, που δεν τα ‘χαν ανάγκη στην ουσία! Αλλά δεν ήθελαν και να τα αποχωριστούν. Κάποιες φορές πάνω στη βιασύνη τους, κοπάναγαν την πόρτα με τόση δύναμη πάνω του, αφού είχαν σχεδόν ξεχάσει την ύπαρξη του.

Ούτε που περνούσε από το μυαλό τους ότι το τραυμάτιζαν.

Σιγά μωρέ!

Ένα μπαούλο ήταν.

Είχαν πιο σοβαρά πράγματα να σκεφτούν, άσε που έπρεπε να βιαστούν να ετοιμάσουν το σπίτι. Όταν με το καλό θα τελείωναν, θα το άνοιγαν για να δουν τι στην ευχή είχαν κρύψει μέσα εκεί.

Σειρά τώρα είχαν οι πόρτες και τα παράθυρα, μετά τα έπιπλα κουζίνας και μπάνιου. Ύστερα, αφού θα τέλειωναν με όλα, θα ερχόταν και η σειρά του, πριν έρθουν τα έπιπλα που παρήγγειλαν.

Είπαμε, ένα μπαούλο ήταν!

Άλλαξε ο καιρός και έπρεπε να βιαστούν. Τα πάντα έπρεπε να είναι έτοιμα στην ώρα τους. Το σπίτι, θα αποκτούσε νέο ιδιοκτήτη. Όχι δεν θα έφευγε ο παλιός, απλά θα ερχόταν άλλος ένας. Για την ακρίβεια, άλλη μία. Γυναίκα ήταν!

Θα έμεναν μαζί. Τι όμορφα που ακούγεται το μαζί και τι εύκολα που μοιάζουν όλα όταν έχεις ένα σκοπό. Όταν υλοποιείς το όνειρο σου!  

Ο καιρός συνέχισε να αλλάζει, τα βράδια η ψύχρα ήταν αισθητή. Όμως εκείνος, είχε ήδη τοποθετήσει το τζάκι στο μεγάλο σαλόνι. Σιγά – σιγά, άρχισαν να έρχονται και τα έπιπλα. Ο καναπές, το κρεβάτι, το τραπέζι που θα κάθονταν μαζί  για φαγητό, τα κρύα βράδια του χειμώνα.

Αγρίεψε ο καιρός…

Ο άνεμος άλλαξε ρότα.

Μα γιατί δεν αισθανόταν την ίδια ικανοποίηση τώρα που όλα είχαν μπει στη θέση τους;

Το δυνατό χτύπημα της πόρτας πάνω στο μπαούλο από τον άνεμο, τον συγκλόνισε. Λες και από μέσα άκουγε φωνές και το θόρυβο που κάνουν τα αντικείμενα όταν σπάνε. Τι στην ευχή είχε βάλει μέσα; ούτε που θυμόταν. Της μάνας του ήταν μεν, αλλά κάτι είχε καταχωνιάσει και εκείνος στο εσωτερικό του.

Αύριο σκέφτηκε. Αύριο θα το ανοίξω.

Χειροτέρεψε πολύ ο καιρός.

Άλλαξαν όλα. Η απόφαση πάρθηκε γρήγορα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτό τον χειμώνα θα τον περνούσε μόνος του σε ένα σπίτι, που φτιάχτηκε για δύο.

Θυμήθηκε το μπαούλο στον επάνω όροφο. Πέταξε βιαστικά πάνω στο κρεβάτι όλα όσα ήταν στην επιφάνεια του και τον εμπόδιζαν να το ανοίξει.

Σήκωσε με δύναμη το καπάκι του.

Κάτι φωτογραφίες από τα παιδικά του χρόνια, από γενέθλια και σημαντικές, όμορφες στιγμές των παιδιών του, παλιά ρούχα δικά του και ένα σωρό αντικείμενα που με αυτά θα στόλιζε το χώρο, με ιδιαίτερη αξία το καθένα τους για τον ίδιο. Κάτι σαν γούρι για το νέο του ξεκίνημα.

Σπασμένα γυαλιά είχαν γίνει…

Δεν είχε βλέπεις σκεφτεί πως, ένας δυνατός άνεμος ήταν ικανός να τα κάνει όλα κομμάτια, ακόμα και τα όνειρα του.

Το ξημέρωμα τον βρήκε στο πάτωμα να προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια από τα σπασμένα γυαλιά.

Σα σε όνειρο, άκουσε τη φωνή του παλιατζή, «όλα τα παλιά αγοράζω, ότι έχετε για πέταμα παίρνω…»

Βγήκε στο παράθυρο, τον φώναξε και λίγα λεπτά αργότερα τον παρακολουθούσε να φορτώνει το μπαούλο στο φορτηγό του, μαζί με τα σπασμένα γυαλιά στο εσωτερικό του.

Έκλεισε την πόρτα του δωματίου…

Όλη μου η ζωή στα χέρια ενός παλιατζή, σκέφτηκε.

Τουλάχιστον κράτησα όλα τα υπόλοιπα που αρκούν για να συνεχίσω, μονολόγησε.

Άναψε το τζάκι, στις ειδήσεις άκουσε πως ο καιρός θα αργούσε να φτιάξει…

Μαρία Βουζουνεράκη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *