Ώρες περισυλλογής και γαλήνης
Απόγευμα, λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Mια κούπα καφέ, θέα θάλασσα. Το αεράκι που φυσά ρυτιδιάζει την επιφάνειά της. Σιγά σιγά σχηματίζονται κυματάκια. Κάποια σκάνε στην προκυμαία και αφρώδεις σταγόνες θαλασσινού νερού εκτινάσσονται στον αέρα.
Ένας γλάρος πετά κοντά στην επιφάνεια, αλλά τα ταραγμένα νερά τον εμποδίζουν να δει καθαρά κι απογοητευμένος παίρνει ύψος κι απομακρύνεται. Στο βάθος δεξιά διακρίνεται αχνά το περίγραμμα ενός βουνού. Μακριά, πολύ. Ίσα που διαγράφεται. Μοιάζει να αιωρείται. Αριστερά η στεριά αγκαλιάζει τη θάλασσα.
Εικόνες, φως, χρώματα. Τα μάτια κοιτούν, ο νους ταξιδεύει. Γεμίζει η ψυχή, γαληνεύει. Ώρες ηρεμίας, περισυλλογής. Δυο γουλιές καφέ και η ρέμβη συνεχίζεται. Να σταματούσε ο χρόνος εδώ! Στις εικόνες, στα χρώματα. Καμιά σκιά, τίποτε ασπρόμαυρο πλέον. Μα ο χρόνος προχωρά. Τρένο που κυλά στις ράγες και μοιάζει συνεχώς να επιταχύνει. Ηλιοβασίλεμα.
Ο ορίζοντας βάφεται κόκκινος, τα λιγοστά του σύννεφα παίρνουν φωτιά. Κόκκινο, μοβ, γκρίζο. Ο ήλιος χάνεται σιγά σιγά. Τα φώτα ανάβουν. Προσπαθούν να επικρατήσουν στο σκούρο της νύχτας που αρχίζει να απλώνεται. Ωστόσο έχει και το σκοτάδι τη μαγεία του κι ας είναι μελανά τα χρώματά του. Τα ταξίδια σ’ αυτό έχουν ‘βάθος’, η ψυχή δοκιμάζεται, κοπιάζει, αλλά εξαγνίζεται. ’Η απόλυτη ελαφρότητα του είναι’
Λίνα Κατσίκα