Ποίηση
Αλυσίδες
Tα πόδια μου πονάνε.
Τα πέλματά μου έχουν γίνει κόκκινα.
Με ήλιο μοιάζουν που πήρε, λες, φωτιά.
Κάνω να δω τα δάχτυλά μου.
Θυμίζουν αγκύλες.
Νιώθω μια δύναμη να με τραβάει προς τα κάτω.
Αντιστέκομαι μα δεν τα καταφέρνω.
Ή μήπως δεν το παλεύω αρκετά;
Μήπως μπορώ αλλά δεν θέλω ή φοβάμαι;
Με τυφλώνει το χρώμα τους καθώς ακουμπάει πάνω τους ο ήλιος.
Κλείνω τα μάτια, τόσο που πονάω.
Ονειρεύομαι πως τις σπάω.
Και πως μου καρφώνω στην πλάτη δύο φτερά.
Τις παίρνω μαζί μου στα ψηλά καθώς πετάω.
Από εκεί τις αφήνω να πέσουν στο κενό.
Θέλω να τις δω να σπάνε σε κομμάτια.
Είμαι πια λεύτερη ή έτσι νομίζω.
Ανοίγω τα μάτια.
Σέρνω τα βήματα μου στο χώμα.
Σκύβω το κεφάλι,γέρνω τους ώμους.
Σέρνω και αυτές μαζί μου.