Πόσοι συμβιβασμοί σε χωράνε;
«Να μάθεις να φεύγεις.
Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.
Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.
Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.
Να φεύγεις -αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.
Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.
Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.
Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.
Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.
Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.
Να φεύγεις από εκεί που δεν ξέρεις γιατί βρίσκεσαι – από ‘κει που δεν ξέρουν γιατί σε κρατάνε.
Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.
Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις.
Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.
Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.
Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι. Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.
Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω -δεν τους το χρωστάς.
Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.
Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.
Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.
Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα, όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Να μάθεις να φεύγεις.
Από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.
Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα.
Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά.»
Μενέλαος Λουντέμης
Μα εσύ μένεις εκεί με τα πόδια καρφωμένα στη γη, μετρώντας τις ημέρες, τις ώρες, τα λεπτά.
Κουνήσου, δεν είσαι άγαλμα!
Δεν σου είπαν ποτέ πως, μια σπίθα τρέλας άλλαζε από πάντα τον κόσμο; Όλα σου τα όνειρα, οι ελπίδες, οι επιθυμίες κρύφτηκαν σε μια λέξη: συμβιβασμός!
Πόσο σε πονάει η λέξη αυτή. Πόσα θέλω έθαψες στο όνομα μιας βολεμένης ζωής, πόσα ελπίζω σκότωσες για να μπορείς να κοιμάσαι -λέμε τώρα- ήσυχος τα βράδια.
Πως βάπτισες σωστό το λάθος και πορεύεσαι μόνο με τα υλικά αγαθά.
Βολεύτηκες, ο φόβος σε βόλεψε!
Ο φόβος για ένα αύριο που αλλιώς ονειρευόσουν και έμεινες δέσμιος του ίδιου σου του εαυτού, να διατυμπανίζεις πως η ζωή που ζεις, είναι αυτή που ήθελες. Πείσθηκες πως εκεί ανήκεις, σε μια κοινωνία που τα υλικά αγαθά είναι αυτοσκοπός και μόνο αυτά έχουν αξία.
Θυσίασες αυτό το τελευταίο σου κομμάτι, το παιδικό, το ανέμελο, που ονειρεύεται , που ελπίζει. Ανέχεσαι συμπεριφορές που προσβάλουν την ανθρώπινη φύση σου, την αξιοπρέπεια σου.
Ο λόγος;
Η έλλειψη της πίστης σ’ εσένα, αυτής που ξεθάβει τη δύναμη που κρύβεις μέσα σου, μιας δύναμης ικανής να ανατρέψει, να διεκδικήσει, να προχωρήσει.
Συμβιβάστηκες!
Και αυτά που παίρνεις, είναι αυτά που θες.
Είναι αυτά που θες;
Και όταν έρθει η ώρα να τα ζυγίσεις κλείνεις τα μάτια λέγοντας: «για την ώρα, μετά βλέπουμε».
Μετά, δεν θα υπάρχει μετά.
Η ζωή περνά και εσύ κουκουλώνεις τη φωνή μέσα σου, που σου λέει ότι ακόμα μπορείς. Ακόμα έχεις την δύναμη να φύγεις. Αυτή την τεράστια ανεκτίμητη δύναμη, που όλοι μας κρύβουμε. Να φύγεις.
Αργοπεθαίνεις!
Μα δεν το έχεις καταλάβει.
Υπάρχει μια διαφορετική, μικρόψυχη δύναμη, η δύναμη της συνήθειας.
Μα κλείνεις ερμητικά τα αυτιά στην φωνή μέσα σου.
Μα αυτό στ’ αλήθεια θες;
Μια βολεμένη ζωή; Ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, ακριβά ρούχα, κάποιον να σε περιμένει να γυρίσεις για να μοιραστείτε μια ανούσια καθημερινότητα;
Αυτό σε νοιάζει; Η διατήρηση του κοινωνικού σου status;
Μα που να ψάξεις, βλέπεις είναι αργά για επανάσταση.
Αργά για αυτή την σπίθα που θα ανάψει την δική σου ζωή. Μην λυπάσαι αυτούς τους τρελούς, τους ονειροπόλους, δείξε οίκτο στον εαυτό σου και επιτέλους.
Προχώρα!
Τόλμησε, βρες εκείνη την υπέροχη δύναμη που θα αλλάξει την πορεία σου.
Τόλμησε να ονειρευτείς γιατί…
«…Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει το βήμα του, όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια, που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο, που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν “αναποδογυρίζει το τραπέζι” όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω από ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πάνσοφες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη ή για τη βροχή την ασταμάτητη.
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ‘σαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής. Μονάχα με μια φλογερή υπομονή θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.
Muere lentamente