Κάθισα στο μπαλκόνι μου και της έστειλα μήνυμα με ένα περιστέρι που έκοβε βόλτες στα χρώματα του ήλιου. Ενός ήλιου που πήγαινε για ύπνο κατά του δειλινού το τέρμα Νοέμβριο μήνα.
Έστειλα μήνυμα κι ας ήξερα πως δεν έρχεται ποτέ όταν την προσκαλεί κανείς. Μονάχα αιφνίδια για να φέρει ισορροπίες ανάποδα και ρουτίνες τούμπα.
Έστειλα μήνυμα και κρεμάστηκα από μιαν ελπίδα. Πως θα ερχόταν.
Πως μπορεί να την πετύχαινα στις καλές της και να έκανε μια εξαίρεση.
Δεν απάντησε ποτέ στο μήνυμά μου μήτε και πέρασε διόλου από εδώ.
Κάποια βράδια ξυπνούσα φωνάζοντας το όνομα της, “Λήθη”.
Μέχρι που αποδέχτηκα την απόρριψη.
Και έγινα φίλη πρώτη με τις αναμνήσεις.
Μικρή ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Κάπου στην πορεία θα χάθηκα φαίνεται. Ίσως, εν μέρει, να φέρει ευθύνη η κυρία Φι που δεν εκτίμησε στο γυμνάσιο το κειμενάκι μου με το λεωφορείο και δεν το άφησε να κάνει ποτέ του έστω μια γύρα. Η αλήθεια είναι πως μου τα τσαλαπάτησε τότε τα φτερά. Δεν βαριέσαι ! Τα έπιασα χρόνια μετά και πήρα με κόκκινες κλωστές να τα μπαλώνω!
Λένε πως τα όνειρα εκδικούνται αν μένουν ανεκπλήρωτα. Ωραία λοιπόν! Θα το πληρώσω το τίμημα… υφαίνοντας ιστορίες με νήματα στα χρώματα του ήλιου. Από το ξημέρωμα μέχρι και τη δύση του.