Χωρίς περιθώρια
Σούρουπο, με τα γλυκά χρώματα του φθινοπώρου.
Περνώντας έξω από το παλιό πέτρινο σπίτι, ένας δροσερός αέρας ανακάτεψε τρυφερά τα μαλλιά μου, έσπειρε μελαγχολικούς ήχους στη σκέψη μου κι έφερε δάκρυα στα μάτια μου.
Θύμησες, θύμησες πολλές.
Όσο πλησίαζα, τόσο αργοπερπατούσα. Ηθελημένα…Έτσι…
Ήθελα να κλείσω αυτήν τη μικρή στιγμή, μέσα μου. Σαν πολύτιμο φυλαχτό, να μη μου φύγει. Μια στιγμή. Μια στιγμή, μόνο για μένα.
Οι σκέψεις κύλισαν, μικρές, δυνατές, κι άλλες, απόμακρες, καθώς ο χρόνος τις είχε σκεπάσει για τα καλά.
Μόνο μικρές στιγμές. Μήπως αυτές ήταν; Αυτές υπήρξαν; Αυτές θα μείνουν.
Η ώρα κύλησε, τα χρώματα του ουρανού, άρχισαν να ντύνονται με μαύρο πέπλο.
Ότι είχε φτάσει η ώρα της επιστροφής. Η λογική αυτό πρόσταζε, μα η καρδιά είχε στεριώσει εκεί, κάνοντας έρωτα και πόλεμο με το μυαλό μου.
Θεέ μου, ήθελα τόσο να σύρω τη βαριά μεταλλική πόρτα που είχα απέναντί μου. Να μπω λίγο στον κήπο της καρδιάς μου, να ξαναδώ αυτά τα δέντρα που τόσο με είχαν δροσίσει. Να κάτσω με λαχτάρα στην κούνια και να λικνιστώ ανέμελα, σαν παιδί, ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι.
Μα, ήμουν πολύ μακριά από αυτό.
Έπρεπε να ξεχάσω. Δεν έπρεπε να λυγίσω. Δεν έπρεπε να ξέρουν.
Ανασήκωσα το γιακά μου, χώνοντας το μάγουλό μου μέσα στο παλτό μου. Το δροσερό αεράκι, με επανέφερε κάπως.
Ευτυχώς, σκέφτηκα, που είναι τέλη φθινοπώρου κι ο κόσμος μαζεύεται νωρίς. Δεν ήθελα να με δει κανείς. Δεν το επεδίωξα να βρεθώ εδώ, μα μιας και μ’ έβγαλε εκεί κοντά ο δρόμος, τόλμησα.
Τόλμησα να ανασύρω σκέψεις και συναισθήματα που είχα κρύψει σε βαθιά συρτάρια του μυαλού μου.
Δε θυμάμαι πόσους γύρους έφερα γύρω από το σπίτι. Μέχρι να μείνω από ανάσα και έφτανα ξανά και ξανά, στη σιδερένια πόρτα, αφήνοντας κι από έναν αναστεναγμό.
Νύχτωσε. Τα πρώτα φώτα άναψαν στο πέτρινο σπίτι, κι η καρδιά μου έσβησε. Μάτωσε…
Για μια φορά ακόμη.
Χαμήλωσα το βλέμμα, ξέροντας…
Δεν υπήρχε άλλο περιθώριο. Έκανα να κοιτάξω για τελευταία φορά, καθώς φιγούρες ξεπρόβαλαν στ’ όμορφο παραθύρι.
Δεν ήξεραν. Γι’ αυτούς, δεν ήμουν τίποτα. Δεν υπήρχα.
Μια ανάσα και μια λύπη. Σιωπές που με σκόρπισαν.
Οι άνθρωποι ξεχνούν.
Ναι, ξεχνούν εύκολα, όταν θέλουν.
Εύη Μαυρογιάννη