16 Νοεμβρίου 2019
Share

Μια ζωή δίχως νόημα

Μια ζωή δίχως νόημα. Δίχως ποιότητα. Θάφτηκα μέσα στην κατάθλιψη και στο τάφο μου, μη μπορώντας να δω έξω τον ηλιόλουστο ουρανό. Κουρτίνες κλειστές και αν κάνει ο ήλιος να τρυπώσει παράνομα μέσα από το παραθύρι, τα παντζούρια κλείνουν με μία κίνηση.
 
Θέλω το σκοτάδι μου. Ξέρω, η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική στο δωμάτιο μου. Παντού αφημένα αποτσίγαρα, όπου με βολεύει τα σβήνω. Κάπου σε μια γωνιά αφήνω τα άδεια μπουκάλια. Εκείνα τα τακτοποιώ μαζί, μου αρέσει να τα βλέπω εκεί στριμωγμένα. Μου θυμίζουν τις αμαρτίες μου. Μαζεμένες και εκείνες στην άκρη του μυαλού μου. Ενός μυαλού που πλανήθηκε σε μέρη βρώμικα. 
 
Ήταν ωραία να μην υπολογίζεις τίποτα. Πίστευα θα είμαι νέα μια ζωή. Να φλερτάρω, να κλέβω αρσενικά από άλλη αγκαλιά. Είχα ένα πάθος με αυτό. Μια τρέλα. Ότι δεν άνηκε σε μένα, το διεκδικούσα. Χωρίς αρχές,  χωρίς φραγμούς. Έβλεπα τις γυναίκες να με κοιτάνε θανάσιμα  και μέσα μου γελούσα. Κάτι σαν ηδονή. Τους έκλεβα από εκείνες, τους έπαιζα, τους άδειαζα από λεφτά. Τα κοσμήματα ήταν η αδυναμία μου. Κάθε βράδυ φορούσα κάποια και κοιμόμουν στο κρεβάτι γυμνή μόνο με αυτά. Τα λάτρευα. Ήταν το πολύτιμο μου. Όταν εντόπιζα το νέο μου θύμα, τον προηγούμενο, τον πετούσα όπως έκανα και με τα σκουπίδια. Άπληστη και καλοπερασάκιας. 
 
Ήμουν όμορφη, το γνώριζα και το εκμεταλλευόμουν  στο έπακρο. Δεν υπολόγιζα το χρόνο που έφευγε. Πέρασαν φίλες αμέτρητες από τη ζωή μου. Με πλησίαζαν για αυτό που τις πουλούσα. Έναν αέρα απλά. Αέρα κοπανιστό. Κρεμόταν από τα χείλη μου, λες και ήμουν καμιά θεά. Όλες στην πορεία με μισούσαν. Γιατί άρπαζα το δικό τους άντρα. Παιδιά δεν έκανα. Δεν ήταν επιλογή μου. Ήθελα να ζω για μένα. Να μη χαλάσω το κορμί μου. Να μη ξενυχτήσω πάνω από μια κούνια. Εξάλλου έλειπα συνέχεια. Διακοπές, βόλτες, εξορμήσεις. Μα τα χρόνια περνούσαν και χωρίς να το αντιληφθώ άρχισα να μένω μόνη. Να μην έχω πλέον την πέραση που είχα. Άντε καμιά ξεπέτα που και που και αυτό επειδή με τόσα που έκανα στο πρόσωπο μου, έκρυβα την ηλικία μου. Μέχρι που και αυτό σταμάτησε. Δεν είχα και πολλές αντοχές πλέον. Κλείστηκα στο σπίτι μου.
 
Προσπάθησα να επικοινωνήσω με κάποιο από όλα αυτά τα πιόνια μου, αλλά μάταια. Κανείς δεν ήθελε την παρέα μου. Κανείς δε θα γελούσε με τα αστεία μου πια. Κανείς δε θα γύριζε να θαυμάσει το άλλοτε θηλυκό μου κορμί. Θυμήθηκα ότι κάπου υπήρχε μια φίλη μου με την οποία δεν είχαμε μαλώσει ποτέ. Της τηλεφώνησα αλλά είχε ήδη απεβιώσει, μου είπε η κόρη της. Η κόρη της!! Εκείνη είχε γεννήσει ένα πλάσμα. Έναν άνθρωπο να της λέει και μια καλημέρα. Να της κάνει μια αξιοσέβαστη κηδεία. Εγώ εδώ μόνη μου…να σέρνω τα βαριά πλέον γερασμένα μου πόδια. Θυμάμαι και τις δικές μου εγκυμοσύνες. Πόσο εύκολα πήγαινα και έκανα  έκτρωση. Πόσο!! Το βράδυ μ’ έβρισκες πάλι αγκαλιά με έναν τύπο, χωρίς ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια μου. Τον οποιοδήποτε τύπο. Αρκεί να έπαιρνα από αυτό τις φιλοφρονήσεις. Να φουσκώνει το εγώ μου ότι μετράω.
 
Όμως ένα  πρωινό δε θα το ξεχάσω, κοίταξα κατάματα τον καθρέφτη μου. Είδα το τέρας που δημιούργησα. Ένα τέρας πλέον με σκισμένο πρόσωπο από τις ρυτίδες. Τα μάτια μου είχαν χάσει το όμορφο χρώμα τους. Ήταν σκοτεινά. Αδυνατούσα να με αναγνωρίσω. Ποια είναι αυτήν απέναντι μου φώναξα! Μια γριά με άσχημη όψη με κοιτάει.
 
Τα άλλοτε ξανθά μου μαλλιά ήταν πλέον γκρι, άλουστα, απεριποίητα. Πως έγινε αυτό; Πως έμεινα μόνη μου; Που πήγαν όλοι οι άνθρωποι μου; Δε θέλω να πεθάνω έτσι μόνη μου. Κανείς δε θα με αναζητήσει.
 
Περπατώ με τα γυμνά μου πόδια να νιώσω το κρύο από τα παγωμένα μάρμαρα, μέσα μου. Πάντα το έκανα αυτό. Τίποτα όμως δε νιώθω. Τίποτα. Ξανακοιτάζω τα μπουκάλια εκεί στη γωνιά. Πόσα λάθη έκανα; Δε μετανιώνω όμως. Αυτή είμαι. Έτσι πιστεύω γεννήθηκα. Δεν μπορώ να το αλλάξω πια.
 
Μα πλέον μόνη μου σε ένα σπίτι γεμάτο από μυρωδιά αλκοόλ και τσιγάρων πόσο θα ήθελα να χτυπήσει η πόρτα μου ή το τηλέφωνο μου. Να ακούσω ένα: μαμά,  έρχομαι να σε δω. Να ακούσω ένα: φίλη μου ετοιμάσου, πάμε μια βόλτα!
 
Πίστευα θα είμαι νέα για πάντα. Θα είχα τον έλεγχο της ζωής μου. Γελάστηκα όμως.
 
Έπαιξα με ανθρώπους λες και έπαιζα μπιρίμπα. Ένα τέρας ήμουν ναι. ‘Ένα τέρας σε όμορφη συσκευασία. Είναι αργά πλέον να μετανιώσω. Φοβάμαι όμως. Δε θέλω να πεθάνω μόνη. Μ’ ακούει κανείς; Μα που πήγατε όλοι σας; Γιατί δε μ΄ αγαπάτε πια;
 
Φοβάμαι σας λέω. Μόνο η σκιά μου μ’ ακολουθεί. Η μόνη μου συντροφιά. Και ένα πρόσωπο από τον καθρέφτη. Δε δέχομαι ότι είμαι εγώ. Όχι!
 
Ας έρθει κάποιος. Ας έρθει. Φοβάμαι. Το τέρας με κοιτάει. Θέλει να με πετάξει και έμενα. Δε θέλω όμως να πεθάνω χωρίς να προλάβω να μετανοήσω. Δε θέλω. Φοβάμαι!
 
Μα πού εξαφανιστήκατε όλοι; Λυπηθείτε με σας λέω. Φοβάμαι τώρα πια.
 
ΦΟΒΑΜΑΙ!
 
Εύη Π. Γουργιώτη

About Εύη Π. Ευδοξία Γουργιώτη

Γεννημένη μια μέρα του Οκτώβρη στον παγωμένο Καναδά. Ίσως γι' αυτό έχω τη «μέντα» να λατρεύω τις θερμοκρασίες υπό του μηδενός. Μεγάλες μου αδυναμίες η βροχή και η θάλασσα. Αγαπώ τη γραφή και τα κείμενα μου δημιουργούνται από οτιδήποτε τραβάει την προσοχή μου ή από βιώματα ανθρώπων που συναντώ. Σίγουρα όμως υπάρχουν και κείμενα βγαλμένα από τη φαντασία μου. Ακούω πως η αληθινή αγάπη δεν υπάρχει, μα δε συμφωνώ. Για αυτό και γράφω συχνά για αυτή. Δηλώνω αθεράπευτα ερωτευμένη ακόμη και με το οξυγόνο που αναπνέω. Η ζωή είναι από μόνη της μια ευλογία. Και προσπαθώ να ζω όμορφα το κάθε της λεπτό.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει