Μαμαδίστικες σκέψεις
“Μαμά πείνασα”, “Μαμά χτύπησα το πόδι μου”, “Μαμά κρυώνω”. “Μαμά πάρε με αγκαλιά”. Από πόσες τέτοιες φωνούλες κι άλλες πολλές ακόμα νιώθω τον απόηχό τους στ’ αυτιά μου! Κι εγώ να τρέχω πάνω κάτω να τα προλάβω όλα. Να μην αφήσω κανένα παιδί μου παραπονεμένο. Κι όταν τα σκέπαζα αποκαμωμένα να κοιμηθούν, άγγιζα τα κεφαλάκια τους απαλά, μην τύχει και ταράξω τα πολύχρωμα όνειρά τους. Κι ήταν γεμάτες τρυφερότητα οι στιγμές κι ας έκλειναν τα μάτια μου από τη νύστα.
Πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός. Πότε μεγάλωσαν και “πέταξαν” από την αγκαλιά μου. Πότε μου έφυγαν. Ούτε που το κατάλαβα. Ησυχία, ηρεμία. Άδειο μου φαίνεται το σπίτι, που άλλοτε αντηχούσε από γέλια, φωνές, παιχνίδια ή κλάματα. Άπλετος κι ο χρόνος για λίγο ύπνο και ξεκούραση, που κάποτε ήταν δυσεύρετος.Έχω την ευκαιρία να κάνω πράγματα για τον εαυτό μου. Και θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη, γιατί κάποτε τα παραμέριζα, αισθανόμουν τη στέρηση και παρηγοριόμουν πως μεγαλώνοντας τα παιδιά, θα τα βάλω πρώτη προτεραιότητα.
Κι όμως ώρες ώρες νιώθω ένα κενό, δεν ξέρω πώς να γεμίσω το χρόνο μου κι όλα, όσα έβαλα στο περιθώριο, δίνοντας όλη μου την προσοχή σ’ εκείνα τα μικρά πλασματάκια που, παρόλο που με τρέλαιναν όλη την ημέρα, λάτρευα χωρίς όρια, μοιάζουν τόσο ασήμαντα. Σαν ένα καναρίνι που ζώντας όλη του τη ζωή στο κλουβί του, μόλις βγει έξω από αυτό, αντί να πετάξει ελεύθερο μακριά, μένει απλώς έξω από αυτό.
Κι αναρωτιέμαι γιατί. Ίσως επειδή έμαθα να προσφέρω αγάπη, επειδή όλη μου η ύπαρξη έπαιρνε νόημα μέσα από τη φροντίδα και θαλπωρή που πρόσφερα σ’ εκείνα. Ας είναι όμως. Αυτός άλλωστε είναι και ο κύκλος της ζωής. Οι μαμάδες δίνουν τα πάντα στα παιδιά κι αφού τα ετοιμάσουν για τη ζωή, τα αφήνουν να πετάξουν με τα δικά τους φτερά, μένοντας πίσω, στα παρασκήνια, καμαρώνοντας τα βλαστάρια τους και μη σταματώντας εννοείται να τα αγαπούν.
Λίνα Κατσίκα