Στον αγαπημένο μου
Το ημερολόγιο Στον αγαπημένο μου, μόνο σε εσένα.
Μία φορά και έναν καιρό αναγεννήθηκαν τα μάτια σου στον καθρέφτη μου. Είχαν το χρώμα της φύσης, το χρώμα των λουλουδιών και το χρώμα του έρωτα Σε γνώρισα άθελα μου, δε θυμάμαι πριν από εσένα αλλά θυμάμαι μόνο εσένα. Θα μιλούσα για τις χρυσές ανταύγειες των ματιών σου ή για τον έρωτα σου δεν μπορώ να διαλέξω.
Σε ερωτεύτηκα σε μια μικρή πόλη με μεγάλα όνειρα αγαπημένε μου, με ανθρώπους με κατεβασμένα βλέφαρα και μια ομπρέλα για ασπίδα μέσα στη βροχή. Δεν είχα προστασία από ομπρέλες, απλά ήρθες και η ροή της βροχής σε έφερε στο δρόμο μου, ήρθες. Όμως καταιγίδα έφεραν τα χρυσά σου μάτια καθώς στέκομαι στο ίδιο σημείο χωρίς την προστασία σου.
Δε γράφω για να με ξανά βρεις αν ήθελες θα έγραφα επάνω στο δέρμα σου τα ποιήματα μου αλλά για να δει ο κόσμος πόσο είσαι ικανός για τον ερωτά σου. Για να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να καταλάβεις πόσο απαραίτητος έγινες για το είναι μου. Όμως θα ξανά συναντηθούμε αγαπημένε μου και τότε όλα τα βιβλία, όλα τα τετράδια, όλοι οι γραμμένοι τοίχοι και τα ξεχασμένα ποιήματα θα βρουν τον παραλήπτη τους. Ναι αγαπημένε μου και τότε οι λέξεις μου θα βρουν το νόημα τους πάνω στα πορσελάνινα μάτια σου.
Οι μέρες περνούσαν και ο χρόνος έτρεχε μαζί μου και εγώ προσπαθούσα να σε προλάβω, μα τι να πρωτοθυμηθώ πες μου, δε σε ακούω. Μα αν ακούσεις τις νύχτες να σου μιλάνε, εγώ είμαι, οι ψίθυροι μου είναι, είναι οι λέξεις μου, που προσπαθούν να βρουν τα μάτια σου για να κρυφτούν.
Μάγεψες τα ακροδάχτυλα μου και τα χείλη μου. Εσύ είσαι ο ποιητής, όχι εγώ. Εσύ γράφεις για εμένα, εγώ απλά διαβάζω τον έρωτα σου και έτσι επιστρέφω ξανά κάτω από τα φτερά σου. Πίστεψε, πως οι χούφτες σου και οι ώμοι σου ήταν το καταφύγιο μου. Εκείνα τα χέρια που αν ήθελες άγγιζες τον αέρα αν ήθελες άγγιζες τα αστέρια. Άγγιζες εμένα, αγαπημένε μου.
Ο χωρισμός ήταν μακρύς και η βροχή εξελίχθηκε σε καταιγίδα. Και εγώ σύρθηκα στα ποτάμια κολύμπησα αλλά έπεσα σε ναυάγιο και από τότε πάλεψα για να κολυμπάω. Έμαθα να γράφω για τον έρωτα σου, να γράφω για μάτια που δε ξεχνάει ο χρόνος. Για μάτια που η βροχή παίρνει μαζί της όταν θέλει, για ένα λιμάνι που η άμμος της πάντα θα θυμάται τα ζωγραφισμένα πατήματα μας. Σε ένα λιμάνι του Αιγαίου σου είπα το τελευταίο μου αντίο, λες και ήξερα πως θα ήταν το τελευταίο, το τελειωτικό μας. Ήταν χειραψία αποχαιρετιστήριου δύο καταιδρωμένα χέρια που άφηναν ένα-ένα το ένα αποτύπωμα στο άλλο. Τα χέρια μας χαϊδεύτηκαν για ακόμη μία φορά, μια τελευταία, αυτά ήξεραν, εμείς όχι…
Σχεδόν όχι! Ίσως μετά από χρόνια τα μάτια μου να σε ξανά αντικρίσουν. Εγώ θα σε έχω ξεχάσει, εκείνα όχι. Θα θυμηθούν τον μονάκριβο σου έρωτα, αλλά θα σιωπήσουν στο σκοτάδι. Γιατί εκείνα θα ξέρουν πως ήδη είχες σιωπήσει στο πρώτο μας ναυάγιο, στο πρώτο άγγιγμα, στο πρώτο αιώνιο σου χάδι που θα έχει μείνει φυλακισμένο στα χέρια μου.
Αντίο λοιπόν αγαπημένε μου. Εκείνη η ημέρα που θα ξανά βρεθούμε τότε θα είναι η δική μου ημέρα. Εγώ θα χαμογελάσω για πρώτη φορά μπροστά από το θυμωμένο σου στόμα και θα φύγω γνωρίζοντάς πως εγώ δόθηκα ολάκερη στα χέρια σου. Δόθηκα σαν παιδί στα χέρια μίας μάνας. Δόθηκα όπως το κρασί στα χέρια ενός βασιλιά. Και αν κάποιος έρθει στο δρόμο μου. δε θα σε βλέπω στα μάτια του γιατί θα έχεις χαθεί στα δικά μου. Μη με ψάξεις, δε θέλω να με βρεις θέλω να σε θυμάμαι μόνο όταν θέλω εγώ.
Υ.Γ Μη γυρίσεις γιατί δεν έπαψα ποτέ να κολυμπάω. Δεν έμαθα ποτέ να σε ξεχνάω αγαπημένε μου…
Πηνελόπη