Μια θάλασσα διέσχισα για να σε συναντήσω
Η ανάγκη μου πλάγιαζε δίπλα σου μα ποτέ δε ξεγυμνώθηκε.
Το κορμί μου το χάδι αναζητούσε μα ποτέ δε σου αφέθηκε.
Κι όλα όσα με τράβηξαν κοντά σου μια ακατανίκητη επιθυμία έγιναν.
Όμως ο φόβος μου δε μ’ άφηνε το φράγμα του να σπάσω.
Κι οι αισθήσεις μου εκτινάχθηκαν δίχως ακόμα να σε αγγίζω.
Κι ανάμεσά μας ή έλξη φλόγα θύμιζε, πριν γίνει ακόμα η πυρκαγιά που και τους δυο θα κάψει.
Κάθε που αντάμωνα τα μάτια σου ένας φόβος ηδονικός με διαπερνούσε.
Κι ένα σου βλέμμα έφτανε τις πιο κρυφές του πόθου μου τις σκέψεις για ν’αγγίξει.
Κι εκείνο το χαμόγελο πώς να το προσπεράσω, που το σκοτάδι μέσα μου μ’ έκανε να ξεχάσω.
Κλείνω τα μάτια κι είσαι εκεί, τ’ ανοίγω και δε σβήνεις. Είσαι παντού και πουθενά, μόνη μου μη μ’ αφήνεις.
Στης ξεχασμένης μου ζωής τα έρημα μονοπάτια, εκεί με βρήκες κι έκανες τα ερείπια παλάτια.
Κι αν μια ζωή περίμενα ετούτο να το νιώσω, ποτέ μου δε θα τόλμαγα εγώ να το δηλώσω.
Μόνο έπλαθα μέσα μου συχνά πως θα τ’ ομολογούσες και καρτερούσα τη στιγμή που θα με αναζητούσες.
Τη στιγμή που από το πάθος μας, μάχη θα ξεκινήσει και της ανάσας η φωτιά το φόβο θα καλύψει.
Και να που δεν αντέξαμε στη φλόγα του έρωτά μας κι η επιθυμία νίκησε τους φόβους της καρδιάς μας.
Στα χάδια σου παραδόθηκα και πάγωσα το χρόνο και στης καρδιάς σου τον παλμό ζω δίχως να μετανιώνω.
Κατάφερες κι ανέτρεψες όλα τα δεδομένα και ξεγυμνώσαμε κι οι δυο πάθη μας ξεχασμένα.
Δε ξέρω πώς ξεκίνησε, δε θέλω να τελειώσει, στην αγκαλιά σου άσε με μέχρι να ξημερώσει.
Κι αν ξημερώσει μείνε εδώ τέλος να μην υπάρξει, φίλα με πάλι απ την αρχή, ο φόβος να τρομάξει.
Μια θάλασσα διέσχισα για να σε συναντήσω, λιμάνι απάνεμο εσύ για να αγκυροβολήσω.
Μαρία Μαραγκού